Το 1959 οι Βρετανοί ετοίμασαν στο παρασκήνιο τη συμφωνία της Ζυρίχης και άφησαν τους Υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας (αλήθεια, με ποια αρμοδιότητα;) να “καταλήξουν” στο εκτρωματικό κατασκεύασμα που υπογράφτηκε τελικά στο Λονδίνο, το οποίο εμείς μεν πανηγυρίσαμε αφελώς ως “ανεξαρτησία”, η Τουρκία δέχτηκε ευχαρίστως ως θεμέλιο για τα προδιαγεγραμμένα μελλοντικά επεκτατικά της σχέδια, η δε Βρετανία καταχώρησε ως “κυριαρχικό δικαίωμα”, όχι μόνο στις εδαφικές περιοχές των στρατιωτικών της βάσεων στο νησί, αλλά και ως δικαίωμα ουσιαστικού ελέγχου ολόκληρης της επικράτειας του νεοσύστατου τότε κράτους.
Επισημάναμε (πάντα εκ των υστέρων) τα σοβαρά χωριστικά στοιχεία του κυπριακού συντάγματος και, με την πάροδο του χρόνου, “ανακαλύψαμε” την έκταση της αυτοδέσμευσής μας έναντι της Βρετανίας και της Τουρκίας. Κατηγορήσαμε ηγέτες μας, αρθρογραφήσαμε και αναλύσαμε τα απαράδεκτα, άδικα και εν πολλοίς παράνομα με βάση το διεθνές δίκαιο στοιχεία των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, με πάγια κοινή επωδό το βρώμικο παιγνίδι που οι Βρετανοί είχαν παίξει σε βάρος της Κύπρου και του λαού της. Πρόσφατα μάλιστα, που τα επίσημα βρετανικά έγγραφα της τότε εποχής άρχισαν να αποδεσμεύονται, συνειδητοποιήσαμε ότι οι διαστάσεις της βρώμικης βρετανικής πολιτικής κατά της πατρίδας μας πρέπει να είναι πολύ ευρύτερες από ότι θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε.
Εφαρμόζοντας με τραγική συνέπεια τη ρήση ότι “η ιστορία διδάσκει πως δε διδασκόμαστε τίποτε από την ιστορία”, επιτρέψαμε στους Βρετανούς να διαδραματίσουν ακόμα πιο βρώμικο ρόλο εναντίον της Κύπρου, πρώτα κατά την τουρκική ανταρσία του 1963 και αργότερα κατά την τουρκική επιδρομή του 1974, ρόλο τον οποίο συνέχισαν και συνεχίζουν απροκάλυπτα να διαδραματίζουν στα εικοσιδύο χρόνια του συνεχιζόμενου τουρκικού εγκλήματος κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ενώ είχε αποφασιστεί πως το φυσικό, πολιτικό και νομικό πλαίσιο για τον αγώνα της Κύπρου για αποκατάσταση των δικαιωμάτων της ήταν τα Ηνωμένα Έθνη (από τα οποία πρέπει να σημειωθεί ότι ποτέ δεν ζητήσαμε όσα θα μπορούσαμε με βάση τις δικές τους αρχές), συμμορφωθήκαμε προς τις “συμβουλές” των Βρετανών και έχουμε από πολλά τώρα χρόνια εγκαταλείψει το διεθνή οργανισμό. Συμμορφωθήκαμε εξάλλου και προς την υπόδειξη των Βρετανών να αποφύγουμε υποβολή αίτησης ένταξης στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Όταν με αφορμή αυθαιρεσίες των Βρετανών είχε εγερθεί θέμα νομιμότητας κάποιων θεσμών που λειτουργούν ελέω δικής μας αφέλειας στις βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο, η Πολιτεία έσπευσε ασμένως να κατακεραυνώσει αυτούς που τόλμησαν να αμφισβητήσουν τα βρετανικά “δικαιώματα” και να διαμαρτυρηθούν για το βιασμό της εθνικής, της κρατικής και της ατομικής μας αξιοπρέπειας από τους “φίλους” Βρετανούς (ίσως θα πρέπει κάποιος ψυχολόγος να δώσει κάποτε μια επιστημονική εξήγηση για την αδικαιολόγητη βρετανολαγνεία πολλών Κυπρίων). Με παροιμιώδη προχειρότητα και χωρίς να έχουν καν ακούσει ή διαβάσει τις απόψεις αυτών που θέτουν θέμα αυθαιρεσίας των Βρετανών, κάποιοι τους χαρακτήρισαν ως “λαϊκιστές” και “ανεύθυνους”, ενώ οι δικαστές των “δικαστηρίων” των βάσεων, με ικανοποίηση και ειρωνεία, κάνουν από την “έδρα” αναφορά στις υπέρ των “δικαιωμάτων” των Βρετανών, νομικά και πολιτικά ατεκμηρίωτες δημόσιες δηλώσεις του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τις τελευταίες μέρες άρχισε να γράφεται το τελευταίο κεφάλαιο της κυπριακής τραγωδίας. Η κυπριακή Πολιτεία διά του ύπατου άρχοντά της άκουσε με ανακούφιση την πρόθεση των Βρετανών να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στις προσπάθειες για επίλυση του κυπριακού ζητήματος. Εξάλλου, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν παρέλειψε να εκφράσει την αποφασιστικότητα του κυπριακού κράτους για διατήρηση αρμονικών σχέσεων μεταξύ των περιοχών των βρετανικών βάσεων (για τις οποίες αποδέχτηκε ότι δεν εγείρεται θέμα σε σχέση με την προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση) και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι δυνατό να υφίσταται και η παραμικρή αμφιβολία για το ρόλο που οι Βρετανοί θα διαδραματίσουν στις διαδικασίες για επίλυση του κυπριακού; Δεν πρέπει να είναι αυτονόητο ότι κινείται στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας κάθε πολιτική εκτίμηση ότι οι Βρετανοί θα υποστηρίξουν τα δίκαια του κυπριακού λαού, αν αυτά τα δίκαια βρίσκονται (και πράγματι βρίσκονται) σε αντιπαράθεση με τις διακηρυγμένες επιδιώξεις τους; Δεν μας έχει ανησυχήσει ή έστω απασχολήσει το γεγονός ότι, για εικοσιδύο τώρα χρόνια η επίσημη Βρετανία, η εγγυήτρια της κυπριακής ανεξαρτησίας, αποτελεί το κύριο πολιτικό και οικονομικό στήριγμα της κατοχής της Κύπρου; Μήπως είμαστε και πάλι, με μαζοχιστική διάθεση, έτοιμοι να παραδεχτούμε “κατόπιν εορτής” ότι “μας ξεγέλασαν”, γράφοντας καινούρια άρθρα και αναλύσεις για τα αρνητικά στοιχεία της νέας λύσης, που κάποιοι τρίτοι θα μας έχουν και πάλι επιβάλει;
Και ο λαός; Συμφωνεί ο κυπριακός λαός με την πολιτική αυτή της κυβέρνησής μας; Ποια είναι η θέση αυτών που σιωπούν όταν διακυβεύεται το μέλλον της γης μας και εξοργίζονται φωνασκώντας μόνο όταν τους αρνούνται αύξηση μισθού ή όταν ο διαιτητής “αδικήσει” την ομάδα τους στο γήπεδο; Έχουμε αντιληφθεί ότι όλες οι δηλώσεις, οι πρωτοβουλίες, τα παιγνίδια και ότι άλλο γίνεται τον τελευταίο καιρό δεν αφορούν κάποια απόμακρη, αδιάφορη για μας χώρα, αλλά την ίδια την πατρίδα μας όπου ευελπιστούμε να ζήσουν και να ευτυχίσουν οι απόγονοί μας; Μήπως απλά πρέπει επειγόντως να ξυπνήσουμε και να αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα αλλά και αξιοπρέπεια την πραγματικότητα, όποια κι αν είναι, αναλαμβάνοντας ο καθένας τις ευθύνες μας;
Λευκωσία, 21 Ιουνίου 1996
Στέλιος Θεοδούλου
Νομικός