Α. Εισαγωγή
Ανατρέχοντας στην επιστήμη της κοινωνικής ανθρωπολογίας διαπιστώνουμε ότι κάθε ανθρώπινη κοινωνία αποτελεί μια αυτοδιαιωνιζόμενη ομάδα η οποία χαρακτηρίζεται από τη δική της κοινωνική οργάνωση και από δική της κοινωνική διάρθρωση ή δομή. Χαρακτηριστική συνισταμένη κάθε ανθρώπινης κοινωνίας είναι η ύπαρξη δικών της, λίγο ως πολύ ευδιάκριτων θεσμών, αξιών, συνηθειών και αισθημάτων, ηθών και νοοτροπιών, πολιτιστικών αντιλήψεων, που συνιστούν εγγενή ή απαραίτητα συστατικά της συλλογικής συμπεριφοράς των ατόμων που συναποτελούν τη συγκεκριμμένη κοινωνία.
Ενδεχόμενη ισοπέδωση των χαρακτηριστικών κάθε κοινωνίας και υιοθέτηση ενιαίων χαρακτηριστικών βασισμένων στα ενιαία πρότυπα του σύγχρονου μάρκετιγκ αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί στο ανθρώπινο γένος. Η εξάλειψη της διαφορετικότητας και πολυφωνίας, η απάρνηση μιας ιστορικής και πολιτιστικής πορείας, η αποκοπή από τις ρίζες, η προσποίηση που συνεπάγεται ο μιμητισμός και η προσαρμογή σε αξίες που δεν εδράζονται στην καταξίωση μετά από μακρόχρονη βιωματική άσκηση, θα έχουν ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη διακοπή του ανθρώπινου πολιτισμού.
Β. Αξίες και Κράτος
Ύψιστη ευθύνη για τη διατήρηση και διαμόρφωση των αξιών που γίνονται βιωματικά αποδεκτές από μια κοινωνία φέρει το κράτος, διά των θεσμικών αξιωματούχων του. Μέσα από αυτή τη διαδικασία εδραιώνεται η κοινωνική αποδοχή των θεσμικών οργάνων της πολιτείας και η οριοθέτηση των πλαισίων της κοινωνικής αξίας και απαξίας.
Δυστυχώς η προσπάθεια του σύγχρονου κράτους για διαμόρφωση της κοινής γνώμης κατατείνει στην απόσπαση της συγκατάθεσης των εξουσιαζομένων, είτε με την ενεργή αποδοχή τους είτε, έστω, με τη «σιωπηρή συναίνεση του λαού»[1], σύμφωνα με το αρχαίο ρωμαϊκό «πλάσμα» δικαίου». Και όπως τονίζει ο αείμνηστος Μάνεσης, οι εξουσιάζοντες θεωρούν ότι « … με τη σιωπή, στην οποία επιτηδείως καθηλώνουν τους εξουσιαζόμενους, εκφράζεται βούληση έγκυρη, έστω και αν είναι προϊόν καταναγκασμού, πράγμα που σημαίνει ότι αρκεί να εξασφαλιστεί οπωσδήποτε η σιωπή, για να συναχθεί έτσι και η συναίνεση».
Γ. Επιβολή «εγκυροτήτων»
Η εξουσία κατασκευάζει επίσης ένα σύστημα «εγκυροτήτων», έμμεσων δηλαδή κανόνων κοινωνικής αξίας, με τις οποίες διαμορφώνει το πλαίσιο της κοινωνικής αποδοχής, για τους κανόνες δικαίου που δεν είναι επιθυμητό από την εξουσία να αλλάξουν (π.χ. ο απολιτικός δημόσιος υπάλληλος, η μόνη έγκυρη ιστορική ερμηνεία, η έννοια του έθνους και της πατρίδας ως ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους «σωστούς» πολίτες και τους «άλλους», ο περιορισμός δικαιωμάτων για διευκόλυνση της πάταξης του εγκλήματος, η προστασία της κοινωνίας από την επίδραση των ξένων, κατά κανόνα των φτωχών ξένων εργατών).
Κατά το Δημήτρη Τσάτσο[2], μπορούμε να πούμε ότι η πολιτεία είναι ένα νοούμενο σύστημα «εγκυροτήτων» τις οποίες η εξουσία αναπαράγει. Έτσι, με το σύστημα αυτό των «εγκυροτήτων» που η εξουσία επιβάλλει από θέση ισχύος, δημιουργείται στην ατομική συνείδηση του πολίτη το δίλημμα: είτε δεν αμφισβητείς τις «εγκυρότητες» και θεωρείσαι «καλός πολίτης», είτε τις αμφισβητείς, οπότε βρίσκεσαι σε σύγκρουση με το σύνολο της κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι, αντί η αμφισβήτηση του πολίτη να στρέφεται κατά της εξουσίας, η οποία να την εισπράττει ως άρνηση νομιμοποίησής της, στρέφεται τεχνητά εναντίον της κοινωνίας ως συνόλου, οπότε και αυτοεκφυλίζεται πριν καταφέρει να δημιουργήσει προβλήματα στην εξουσία.
Δ. Κρίση δημοκρατίας;
Εδώ και μερικά χρόνια πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι, κυρίως στο χώρο της Ευρώπης, η σύγχρονη αστική δημοκρατία παρουσιάζει σημάδια κρίσης, η οποία αποδίδεται κατά βάση σε κρίση νομιμοποίησης των κρατικών εξουσιών. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος αποδίδει την κρίση αυτή, όχι σε ελλείμματα δημοκρατίας αυτής καθεαυτή, αλλά μάλλον σε παρουσίαση ρηγμάτων στην κοινωνική συνοχή των ανθρώπινων κοινωνιών. Κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο[3], «Η κοινωνική συνοχή παραπέμπει στην έννοια της νομιμοποίησης μιας εξουσίας που τη θέλουμε δημοκρατικά οργανωμένη, πολιτικά φιλελεύθερη και κοινωνικά ευαίσθητη …».
Η βασική αιτία της μείωσης της συνοχής των κοινωνιών, που φαίνεται να παρουσιάζει αργή αλλά σταθερή κλιμάκωση, μπορεί εύκολα να αναζητηθεί στην σαφέστατα αρνητική εκδήλωση της παγκοσμιοποίησης και της «νέας τάξης». Οι παράγοντες αυτοί υποσκάπτουν τον πολιτισμό των κοινωνιών, επιδρώντας κυρίως στην πολιτιστική συνέχεια της κοινωνίας και αφαιρώντας θεμελιακά στοιχεία της ιδιαιτερότητας του χαρακτήρα της.
Αξίζει να επισημάνω τη σοβαρή διαφοροποίηση που έχει παρατηρηθεί στη στάση των νέων ανθρώπων στον Ευρωπαϊκό χώρο μέσα σε τρεις με τέσσερις δεκαετίες. Πριν τριάντα με σαράντα χρόνια οι νέοι αμφισβητούσαν έντονα τις εξουσίες και αρνούνταν να τους προσφέρουν νομιμοποίηση, παλεύοντας για την ανατροπή κάθε αυθαιρεσίας και αντιδημοκρατικής ενέργειας ή συμπεριφοράς. Σήμερα, οι νέοι στις ίδιες χώρες παλεύουν απλά για εξασφάλιση θέσης και αποκατάστασης μέσα στο κατεστημένο. Στην Κύπρο οι νέοι, ούτε πάλευαν ούτε παλεύουν, ούτε αμφισβητούσαν ούτε αμφισβητούν, αφού βολεύουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες με το γνωστό, πατροπαράδοτο τρόπο του «μέσου» και του «ρουσφετιού», που έχουμε ως κοινωνία αναγάγει σε επιστήμη. Στον ευνουχισμό αυτό της νεανικής επαναστατικότητας έχουν καθοριστικά συμβάλει, το ίδιο το κράτος και οι πλείστοι, αν όχι όλοι, οι κομματικοί σχηματισμοί.
Ε. Ο ενεργός πολίτης
Η διαπίστωση της σημασίας του νόμου και του πολιτισμού στην υπεράσπιση, αλλά και την καταξίωση της δημοκρατίας, δίνει αυτόματα και το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινηθούμε, για ανατροπή των αρνητικών και μεγιστοποίηση των θετικών στη δική μας κοινωνία.
Ο Ακαδημαϊκός Γεώργιος Βλάχος δίνει το στίγμα, μέσα από την αναζήτηση των θεμελίων της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας[4]: «Η ελευθερία δεν είναι πλέον μια απλή ατομική διεκδίκηση, αλλά βίωμα και τρόπος ζωής για ολόκληρη την κοινότητα. Μετατρέπεται κατ’ ακριβολογία σε παρρησία, υποχρέωση του κάθε πολίτη να έχει ελεύθερο φρόνημα, αλλά και, ταυτόχρονα, διαφάνεια σε όλες τις εκδηλώσεις και τους θεσμούς της κοινότητας». Και προσθέτει ο Μάνεσης: «… καλός πολίτης είναι μόνον ο ελεύθερος πολίτης, ο συνειδητός, ενεργός, και υπεύθυνος πολίτης». Για να συμπληρώσει η διάσημη Γαλλίδα ακαδημαϊκός, Ζιακελίν Ντε Ρομιγύ[5]: «Οι Έλληνες, εραστές πάντοτε της ανεξαρτησίας διακήρυσσαν συνεχώς με υπερηφάνεια την υπακοή στους νόμους. … Το μόνο που ζητούσαν ήταν να διοικείται η πόλη αυτή, από έναν δικό της κανόνα και όχι από έναν άνθρωπο».
Για να επιτευχθεί όμως η λειτουργία της πραγματικής δημοκρατίας, επιβάλλεται να επιλέγονται ηγέτες με σαφή, βιωματική αντίληψη των αρχών της δημοκρατίας. Αξίζει να αναφέρω, ως παράδειγμα προς μίμηση, τον Περικλή της αρχαίας Αθήνας. Μιλώντας, λοιπόν, ο Περικλής προς τους Αθηναίους κατά την ανάληψη της εξουσίας, αντί να απευθυνθεί προς αυτούς με νουθεσίες, αντί να εμφανιστεί ως ο παντογνώστης που θα έλυνε όλα τα προβλήματα της πόλης, είπε τούτα τα λιτά λόγια, απευθυνόμενος προς τον εαυτό του: «Πρόσεχε, Περίκλεις. Ελευθέρων άρχεις, Ελλήνων άρχεις, πολιτών Αθηναίων»[6]. Αυτός ο πρόμαχος και υπέρμαχος της δημοκρατίας θεώρησε καθήκον, τη στιγμή ακριβώς του θριάμβου του, να προειδοποιήσει τον εαυτό του πως η εξουσία που αναλάμβανε θα ασκείτο σε ελεύθερους Έλληνες, Αθηναίους πολίτες.
Η συμπεριφορά και δημόσια εικόνα, η ευαισθησία για θεσμούς και αξίες, η ευθιξία, η βιωματική αντίληψη περί δημοκρατίας, δικαιοσύνης και σεβασμού των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του πολίτη, όπως αυτά καταγράφονται στην πρακτική καθημερινότητα των μελών της κυβέρνησης, της βουλής, του δικαστικού σώματος και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προσδιορίζουν και έμμεσα επιβάλλουν τα αποδεκτά πρότυπα της κοινωνίας μας. Θα έλεγα ακόμα ότι δημιουργούν στόχους για προσδοκώμενη επίτευξη από το κοινωνικό σύνολο, μέσα από τη συνειδησιακή αποδοχή των ορίων του κοινωνικά παραδεκτού και του κοινωνικά απαράδεκτου.
Στ. Παιδεία και εκπαίδευση
Το περιεχόμενο της παιδείας και της εκπαίδευσης που παρέχεται από την κυπριακή πολιτεία είναι, μετά την οικογένεια, ο σοβαρότερος ίσως κοινωνικός παράγοντας που συμβάλλει στη διαμόρφωση και θεμελίωση κοινωνικής συνείδησης και την παραγωγή ή διατήρηση υγειών προτύπων. Οι παράμετροι που συνθέτουν τη σοβαρότητα του παράγοντα “παιδεία” είναι, από τη μια η εύπλαστη ηλικία των νέων που φοιτούν στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης, και από την άλλη ο δεσμός εκπαιδευτικού – μαθητή, πλαισιωμένος από τη συναισθηματική ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει τη μαθητική κοινότητα της εφηβείας, της αμφισβήτησης και της αναζήτησης.
Είναι γεγονός πως στη σύγχρονη Κύπρο, το ποδοπάτημα από την Τουρκία των διαχρονικών ύψιστων αξιών της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, έχει δημιουργήσει ένα περίεργο, αποσταθεροποιητικό για τη νεολαία, κοινωνικό περιβάλλον, που έχει de facto μετακινήσει τα όρια της αξίας και απαξίας. Αυτή η πραγματικότητα προσδιορίζει και τα πλαίσια του ρόλου του εκπαιδευτικού.
Δεν θα υποδυθώ τον από καθέδρας κριτή, για να εκτιμήσω αν η κυπριακή εκπαίδευση έχει ανταποκριθεί σ’ αυτό τον πρόσθετο και τόσο σημαντικό ρόλο. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να υπογραμμίσω πως τα παιδιά και οι νέοι είναι απλά ο καθρέφτης της συμπεριφοράς των ενηλίκων. Κάθε θετική ή αρνητική νεανική συμπεριφορά συνιστά άμεσο ή έμμεσο απότοκο της στάσης της κοινωνίας. Το κομμάτι της επίδρασης της στάσης των εκπαιδευτικών είναι, κατά τη γνώμη μου, σημαντικά μεγάλο. Είναι γι αυτό που κρίνω ως απαράδεκτα αντιπαιδαγωγική την επιθετική στάση των εκπεδευτικών έναντι σε μεμονωμένα επεισόδια νεανικής παραβατικότητας.
Ζ. Πολιτικά κόμματα
Σημαντικός επίσης παράγοντας στη διαμόρφωση, διατήρηση, αλλοίωση ή ακόμα και εξάλειψη των ορίων ανάμεσα στο αποδεκτό και το απαράδεκτο είναι, κατά τη γνώμη μου, η δράση και συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων και, γενικότερα, της πολιτικής ζωής.
Είναι η εκτίμησή μου ότι τα κυπριακά πολιτικά κόμματα διανύουν μια παρατεταμένη εμβρυακή ηλικία σε επίπεδο παραγωγής πολιτικής, αλλά προ πάντων σε επίπεδο πολιτικού λόγου και συμπεριφοράς. Ο διάλογος εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο, ενώ δημοκρατία σημαίνει για το κάθε κόμμα την αποδοχή από όλους τους άλλους της δικής του άποψης. Η απουσία σύνθεσης απόψεων και η επιμονή στην ορθότητα της ελέω αρχηγού επικρατήσασας άποψης παράγουν τον ατεκμηρίωτο φανατισμό, ο οποίος παγιδεύει μέλη και οπαδούς σε ένα ιδιόρρυθμο προσδιορισμό της αξίας και απαξίας απέναντι σε ενέργειες και ιδέες.
Στο αρνητικό σκηνικό που έχω σκιαγραφήσει θα πρέπει να προστεθεί η σχεδόν πάγια αποδοχή από τα κόμματα της παραβίασης θεσμών, αξιών και δικαίου, αν αυτό ευνοεί ή εξυπηρετεί το κομματικό συμφέρον. Κάθε ενέργεια, απόφαση ή παράλειψη που οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των ψηφοφόρων ή την οικονομική ενίσχυση του κόμματος είναι αποδεκτή και βαφτίζεται «νόμιμη», έστω και αν παραβιάζει θεσμούς και αξίες. Κάθε κριτική της συμπεριφοράς αυτής επισύρει τους κεραυνούς της οργής της ηγεσίας και, κατά την προσφιλή πάγια τακτική, χρωματίζει τον κριτή ως πολιτικό αντίπαλο.
Τραγικό είναι το διπλό αποτέλεσμα της αδυναμίας των κομμάτων να στηρίξουν τη λειτουργία και το λόγο τους σε αρχές: Μερικοί από τους πολίτες, οι πιο λίγοι, εκφράζοντας απαξία, απλά αποστασιοποιούνται από την πολιτική ζωή και απομονώνονται. Μερικοί άλλοι, οι πιο πολλοί, αποδέχονται ως ορθή τη συγκεκριμμένη εικόνα που διαμορφώνουν τα κόμματα και την υιοθετούν, αφού ίσως με τον τρόπο αυτό μπορούν να εξασφαλίσουν και κάποια προσωπικά οφέλη.
Συνολικό αποτέλεσμα της παρέμβασης των πολιτικών κομμάτων στό κοινωνικό γίγνεσθαι της Κύπρου είναι, δυστυχώς, η αρνητική επίδραση στην αλυσίδα της κοινωνικής συνοχής και η αποδυνάμωση των όποιων υγειών προτύπων συνθέτουν ή θα μπορούσαν να συνθέσουν την ταυτότητα της κυπριακής κοινωνίας.
Η. Η εκκλησία
Στη μακραίωνη ιστορία του πολιτισμού του νησιού μας, η εκκλησία έχει διαδραματίσει ένα πολύ σημαντικό ρόλο διατήρησης της κοινωνικής συνοχής και ιστορικής και πολιτισμικής συνέχειας της κυπριακής κοινωνίας. Συνετοί υπηρέτες του ιερατικού σχήματος είχαν επιβάλει, άλλοτε με τη ζωή και άλλοτε με το θάνατό τους, πρότυπα ηθικοκοινωνικής αξίας, που αφομοιώθηκαν από το λαό και μετατράπηκαν σε εσωτερικό συνειδησιακό στόχο.
Δυστυχώς, ο ρόλος και η παρέμβαση της εκκλησίας στη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία εμφανίζεται σημαντικά υποβαθμισμένος. Η καταξίωση των αρχιερέων, αντί να στηρίζεται στην κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες «έξωθεν καλή μαρτυρία», έχει μετατραπεί μονομερώς και αντικανονικά σε «ελέω Θεού» διακονία. Η εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα τα έργα και η συμπεριφορά κάποιων αρχιερέων έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τον ίδιο το λόγο του Κυρίου, σύμφωνα με τον οποίο, «εί τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος». Αυτό, έχει οδηγήσει σε απομάκρυνση του λαού από την εκκλησία ως έννοια και ως πράξη, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη μείωση της επίδρασης του Θείου λόγου στη διαμόρφωση και διατήρηση των χαρακτηριστικών της κοινωνίας μας.
Θ. Μέσα επικοινωνίας
Ένας από τους σημαντικότερους φορείς διαμόρφωσης, αλλά και αποσύνθεσης της κοινωνικής αντίληψης περί αξίας και απαξίας είναι τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Όχι βέβαια τα Μέσα ως τέτοια, αλλά ο τρόπος χρησιμοποίησής τους και η ύπαρξη ή μη αρχών και δεοντολογίας στη λειτουργία τους. Η επιλογή του τι θα προβληθεί, πως θα προβληθεί, κυρίως όμως του τι δεν θα προβληθεί, αποτελεί ίσως αυτόνομη και αυτοτελή διαμόρφωση θετικής ή αρνητικής κοινωνικής ταυτότητας.
Η δύναμη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας είναι τεράστια και κάθε δύναμη, αν αφεθεί να λειτουργεί ανεξέλεκτα, μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα. Είναι δυνατό, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, να οριοθετηθεί ένα καινούριο πλαίσιο αξίας και απαξίας και να στραφεί η κοινωνία προς νέους προσανατολισμούς.
Συμπέρασμα
Ο θεσμός αποτελεί διάσταση ιστορική και πρέπει να είναι δεκτικός αξιολόγησης κατά την πραγμάτωσή του. Κατά τον Δ. Τσάτσο, «ο θεσμός από χαρτί γίνεται ζωή. Ο δικαστής, ο βουλευτής, ο πρωθυπουργός, ο πρόεδρος, δεν γίνονται κατανοητοί από την κοινωνία … από την ανάγνωση του Συντάγματος, αλλά από τον τρόπο πραγμάτωσής τους. Με αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα έρχεται το άτομο και η κοινωνία στη βιωματική επικοινωνία που γεννά τη συναίνεση ή την απόρριψη ή και την απελπισία».
Για να μη φτάσουμε στην απελπισία πρέπει, με τη δική μας ενεργή παρέμβαση, αμφισβήτηση, πρόταση, συνεργασία, να επιβάλουμε στο κράτος την υποχρέωση για αναζήτηση μιας «αέναης κοινωνικής δικαίωσης». Πρέπει ακόμα να επιβάλουμε τα όρια της αξίας και απαξίας που κουβαλούμε μέσα από την πολιτισμική διάσταση της ιστορικής μας πορείας.
Ο αγώνας προσφέρεται για όλους μαζί και για τον καθένα χωριστά. Πιστεύω έντονα και ειλικρινά πως ο καθένας μας μπορεί να κάμει τη διαφορά. Γι’ αυτό θα κλείσω την εισήγησή μου επαναλαμβάνοντας τα προσφιλή σ’ εμένα λόγια του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη: «Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω»[7].
26 Φεβρουαρίου 2001
Στέλιος Θεοδούλου,
Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
Πρόεδρος Παγκύπριου Συνδέσμου για την Προάσπιση
Των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
[1] Tacitus, consensus populi
[2] Δ. Τσάτσος, Ελληνική Πολιτεία 1974 – 1997, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997.
[3] Ε. Βενιζέλος, Διαχρονία και Συνεργεία – Μια Πολιτική Πολιτισμού, Αθήνα, Καστανιώτης, 1998.
[4] Γ.Κ.Βλάχος, Η ιδέα του ελεύθερου ανθρώπου στη δημοκρατία των Αθηνών, Αθήνα – Κομοτινή, Σάκουλας, 1992.
[5] Jacqueline de Romilly, Ο Νόμος στην Ελληνική Σκέψη, Αθήνα, το άστυ, 1995.
[6] Μ. Πλωρίτης, Έρως Ελευθερίας και Δημοκρατίας, Αθήνα, Καστανιώτης, 1993.
[7] Ν. Καζαντζάκης, Ασκητική.