Α. ΓΕΝΙΚΑ
Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αξίες σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση. Είναι δικαιώματα που ενυπάρχουν στον άνθρωπο, πάνω στα οποία θεμελιώνεται η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η δημοκρατία, η ειρήνη και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Η θεμελίωση των παραμέτρων του ανθρώπινου πολιτισμού δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στη λειτουργία, την εφαρμογή και το σεβασμό των κανόνων δικαίου. Όπως έλεγε ο Πλάτωνας, “πάν ό,τι τάξεως καί νόμου μετέχον εν πόλει άν γίγνηται, πάντα αγαθά απεργάζεται“ (καθετί στην πόλη, αν γίνεται σύμφωνα με το νόμο και την τάξη, δημιουργεί όλα τα αγαθά).
Σαφώς ο Πλάτωνας αναφερόταν στα θεμελιακά αγαθά της ανθρώπινης φύσης, την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη. Στα προαπαιτούμενα για την απόκτηση και απόλαυση αυτών των αγαθών αναφέρεται και το προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: “Η αναγνώριση της αξιοπρέπειας και των ίσων και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων που ενυπάρχουν σε όλα τα μέλη της ανθρώπινης κοινωνίας αποτελεί θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο”.
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 του Δεκέμβρη του 1948 και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την κωδικοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά ερμηνεύονται και προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο.
Τα δικαιώματα που περιέχονται στην Οικουμενική Διακήρυξη αναγνωρίζονται ως τα ελάχιστα δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνουν όλοι ανεξαίρετα οι άνθρωποι σ’ ολόκληρο τον κόσμο, άνκαι η Διακήρυξη δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.
Με βάση την Οικουμενική Διακήρυξη έχουν υιοθετηθεί μέχρι σήμερα μεγάλος αριθμός διεθνών συμβάσεων και συμφώνων, στα κείμενα των οποίων γίνεται λεπτομερής ρύθμιση επί μέρους δικαιωμάτων και ελευθεριών και με τα οποία εισάγονται μηχανισμοί προστασίας και διασφάλισης της εφαρμογής τους. Αυτή η οικουμενική και ενιαία θεώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών έχει δημιουργήσει ένα μη αναστρέψιμο πυρήνα κανόνων και οργάνων για τη διεθνή προστασία τους, παρά τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζονται στον τομέα της ενιαίας ερμηνείας, σημασιολογικής τοποθέτησης και εφαρμογής τους.
Στο δικό μας γεωπολιτικό χώρο τα πράγματα εμφανίζονται σχετικά καλά. Για τις ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ήδη σχηματιστεί το κοινό πλαίσιο αντίληψης και ερμηνείας των θεμάτων που σχετίζονται με την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Η νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστικών σωμάτων ενισχύει συνεχώς τα θεμέλια της ενιαίας σε ερμηνεία και αντίληψη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου αλλά και των διαφόρων ομάδων ατόμων με συγκεκριμένη ταυτότητα, εθνική, εθνοτική, θρησκευτική, φυλετική, κοινωνική κ.ά.
Θα μπορούσε να πεί κάποιος ότι στον ευρωπαϊκό χώρο έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό η ενιαία σημασιολογική τοποθέτηση, ερμηνεία και εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών με την αναγωγή της προάσπισης τους σε θεσμικό και πραγματικό “κεκτημένο” για τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Β. ΙΣΟΤΗΤΑ
- Το Θεωρητικό πλαίσιο
Η ισότητα των ανθρώπων αποτελεί μια θεμελιακή παράμετρο στο όλο πλέγμα του σεβασμού και της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από καταβολής κόσμου ο άνθρωπος ήθελε να είναι ελεύθερος και να μπορεί ελεύθερα να κάνει όσα ο ίδιος μπορούσε να κάνει, χωρίς περιορισμούς και καταπίεση.
Κατά την ιστορική πορεία του ανθρώπου είχαν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες αναφορικά με την ισότητα των ατόμων. Από τη διάκριση της ισότητας σε αριθμητική και αναλογική, κατά τον Αριστοτέλη, μέχρι την ισότητα που είχε καθιερώσει η χριστιανική θρησκεία και μέχρι τη σύγχρονη αντίληψη για ισότητα των ανθρώπων έναντι στο νόμο και την πολιτεία.
Η ισότητα ήταν και είναι ένα από τα αγαθά που συγκέντρωσε την προσοχή και τον προβληματισμό των ανθρώπων από την αρχαιότητα, ίσως γιατί ήταν πάντα το ζητούμενο απέναντι στην αδικία και αυθαιρεσία των αρχόντων και την καχυποψία και πλεονεξία των συνανθρώπων. Όπως τόνιζε ο Σοφοκλής, «ουδείς έξοχος άλλος έβλαστεν αλλού» (κανένας δεν γεννήθηκε ανώτερος από τον άλλο), και ο Μένανδρος συμπλήρωνε, «ουδέν γένος γένους διαφέρειν» (καμιά διαφορά δεν έχει η μια φυλή από την άλλη), ενώ ο Βολταίρος έδινε τη φιλοσοφική διάσταση της ισότητας: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Δεν είναι η καταγωγή, αλλά η αρετή η οποία τους κάνει να διαφέρουν».
Στο πρώτο άρθρο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται ότι, «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα…». Ως αποτέλεσμα της αναγνώρισης της ισότητας των ανθρώπων, επιτάσσεται από το άρθρο 2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο αποκλεισμός κάθε διάκρισης ανάμεσα στους ανθρώπους, ιδιαίτερα ως προς τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την περιουσία, τη γέννηση ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση.
- Η πραγματικότητα
Παρά την πληθώρα γενικών και εξειδικευμένων διεθνών συμβάσεων με τις οποίες κατοχυρώνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες, η ισότητα των ανθρώπων αποτελεί και σήμερα το ζητούμενο, τόσο στο διεθνή χώρο, όσο και στο εσωτερικό των κρατών. Κατά καιρούς, με αφορμή κάποιο περιστατικό που αποκαλύπτεται από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, αναδύεται στην επιφάνεια το βασανιστικό ερώτημα: «Υπάρχουν στην κυπριακή κοινωνία τάσεις δυσμενούς διάκρισης έναντι ατόμων ή ομάδων;» Η προσωπική μου απάντηση είναι, δυστυχώς, καταφατική.
Η μικρή, για πολλά χρόνια κλειστή κυπριακή κοινωνία, κουβαλά στο υποσυνείδητό της ρατσιστικές ιδέες και πρακτικές τις οποίες δεν έχει καταφέρει να αποβάλει, όσο κι αν τα επίπεδα μόρφωσής της έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Η καχυποψία και η εχθρική στάση απέναντι σε κάθε τι «διαφορετικό» εκφραζόταν πριν μερικές δεκαετίες με την απομόνωση και τη μειωτική στάση απέναντι στα άτομα με ειδικές ανάγκες, για να μετατραπεί σήμερα σε μια πιο «σοφιστικέ» απόρριψη των οικονομικών μεταναστών και των φορέων του AIDS.
Αρχίζοντας από την πολιτεία και τους αξιωματούχους της, περνώντας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα οργανωμένα σύνολα και καταλήγοντας στο μέσο πολίτη, διακρίνουμε μια υποβόσκουσα ρατσιστική διάθεση η οποία στηρίζεται στην άγνοια και την παραδοσιακή προκατάληψη, κυρίως όμως στην απουσία ευαισθησίας και βιωματικής αντίληψης για ό,τι αποτελεί σήμερα υπόβαθρο του πολιτισμού μας, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Με ιδιαίτερη χαρά έχω επισημάνει ότι ο σεβασμός της ανθρώπινηα αξιοπρέπειας έχει περιληφθεί ως αυτοτελές ανθρώπινο δικαίωμα στη νέα Χάρτα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία έχει υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα τεθεί σε ισχύ με την εφαρμογή της Συνταγματικής Συνθήκης, αφού έχει ενσωματωθεί σε αυτή. Πόσο δρόμο όμως έχουμε να καλύψουμε εμείς οι Κύπριοι για να φτάσουμε σε ανεκτά επίπεδα σεβασμού και προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Ας εξετάσουμε το θέμα μέσα από συγκεκριμένα ζητήματα που απασχολούν κατά καιρούς την κυπριακή κοινωνία.
α. Οικονομικοί μετανάστες και ξένοι
Πολιτεία και κοινωνία ασχολούνται εδώ και μερικά χρόνια με τους οικονομικούς μετανάστες και τους ξένους που τυγχάνει να βρεθούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, νόμιμα ή παράνομα, στην Κύπρο. Οι δηλώσεις από επισήμους και ο τρόπος προβολής τους από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μοιάζουν με πολεμικά ανακοινωθέντα: «Χιλιάδες λαθρομετανάστες κατευθύνονται προς τις ακτές της Κύπρου». Κάποιος αξιωματικός της αστυνομίας τονίζει με νόημα πως κάνουμε το παν «για να μην τους «φορτωθούμε». Και η κοινωνία μας εύχεται να πετύχουν οι αρχές για να προαστατευτούμε από το «μίασμα». Μέσα σε αυτό το σκηνικό διερωτώμαι πώς είναι δυνατό να αναπτυχθεί οποιαδήποτε βιωματική αντίληψη περί ισότητας των ανθρώπων.
Η συμπεριφορά πολιτείας και κοινωνίας απέναντι στους ξένους μοιάζει με ένα συνεχές παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Αυθαίρετη και απρόκλητη επιθετικότητα από πλευράς των αρχών, σοβαρή εκμετάλλευση από τους εργοδότες και, πολλές φορές, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Αυτά βέβαια συμβαίνουν συνήθως όταν πρόκειται για φτωχούς ξένους με μελαμψό μέχρι και μαύρο χρώμα, που κατάγονται από χώρες της Αφρικής ή της Ασίας. Φτάνουμε στο σημείο να είμαστε επιθετικοί όταν νέα παιδιά, φοιτητές, διασκεδάζουν κάνοντας την αναμενόμενη φασαρία, την ίδια στιγμή που εμείς και τα δικά μας παιδιά «χαλάμε τον κόσμο» απλά κουβεντιάζοντας. Αυτοί όμως είναι «οι άλλοι». Και πρέπει να κάθονται ήσυχοι στη γωνιά για να μην χαλάνε την ησυχία της κοινωνικής μας υποκρισίας!
β. Φορείς του AIDS
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, ενώ οι περισσότερες ασθένειες προκαλούν τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση από την οικογένεια, τους φίλους και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, τα άτομα με AIDS αντιμετωπίζουν την απόρριψη και την αποστροφή, ενώ προκαλούν το φόβο και τον κοινωνικό ρατσισμό. Έτσι, ενώ τα άτομα με AIDS προσπαθούν να αντλήσουν κάθε απομεινάρι εσωτερικής δύναμης μπροστά στην απειλή του θανάτου, έχουν παράλληλα να αντιπαλέψουν με την αρνητική, ρατσιστική, πολλές φορές απάνθρωπη συμπεριφορά των ανθρώπων, ακόμα και προσώπων του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η δυσμενής διάκριση ενάντια στα άτομα με AIDS εκδηλώνεται πολλές φορές με έντονα σκληρό τρόπο, ένα τρόπο που δεν χαρακτηρίζει τα άτομα που την εκδηλώνουν στη συνήθη καθημερινή τους ζωή.
Η αρνητική αυτή συμπεριφορά δεν είναι, βέβαια, κυπριακό φαινόμενο. Η προκατάληψη, ο στιγματισμός, ακόμα και η βία ενάντια στα άτομα με AIDS αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Το AIDS χρησιμοποιείται, συνειδητά ή υποσυνείδητα, ως ο αποδέκτης της μομφής, του στιγματισμού και της προκατάληψης σε ευρύτερη έκταση, εκδηλώνοντας μια επιθετική απαξία για περιθωριοποιημένες ομάδες πληθυσμού, όπως είναι οι ομοφυλόφιλοι άνδρες, οι πόρνες, οι χρήστες ναρκωτικών και οι αλλοδαποί συγκεκριμμένων εθνικοτήτων που βρίσκονται στη χώρα μας.
Γενική είναι η εντύπωση ότι η δυσμενής διάκριση ενάντια στα άτομα με AIDS είναι πολύ πιο εκτεταμένη στην πράξη από ότι εμφανίζεται σε επίσημες έρευνες και στατιστικά στοιχεία. Παρά τα διάφορα προγράμματα που έχουν εφαρμοστεί για αντιμετώπιση της αρνητικής αυτής κατάστασης, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο επιτυχημένα, η εμπειρία αποδεικνύει δυστυχώς ότι η δυσμενής αυτή διάκριση επεκτείνεται περισσότερο, αποκτώντας μια πιο «εκλεπτισμένη» και πολύπλοκη μορφή, την ίδια ώρα που η κοινωνία δηλώνει με πάθος τα αντιρατσιστικά της αισθήματα. Αυτά τα αντιρατσιστικά αισθήματα που είχαν οδηγήσει οργανωμένα σύνολα σε «αγώνα» για εκδίωξη παιδιού από σχολείο, σε απομόνωση, ανεργία και απελπισία νέους ανθρώπους που είχαν την τραγική ατυχία να είναι φορείς του ιού. Κι όμως, θα μπορούσε καθένας και καθεμιά από εμάς να είμασταν στη θέση τους!
Στον τομέα του AIDS ο σεβασμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι απλά μια νομική και ηθική αναγκαιότητα, αλλά και η βάση για πρακτικά αποτελεσματική κρατική πολιτική. Δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία ότι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ατόμων με AIDS σώζει ζωές και αυτή την αλήθεια θα πρέπει να την αντιληφθεί το ταχύτερο δυνατό η κυπριακή πολιτεία και κοινωνία. Είναι ευρύτατα αποδεκτό σήμερα ότι νομοθεσίες και πρακτικές που τείνουν να δημιουργήσουν ή να συντηρήσουν διακρίσεις σε βάρος ατόμων με AIDS ή ατόμων που μπορούν να καταταχθούν σε ομάδες ψηλού κινδύνου είναι ηθικά διάτρητες, ενώ εμποδίζουν κάθε θετική προσπάθεια στον τομέα της δημόσιας υγείας.
γ. Τσιγγάνοι
Με πραγματική έκπληξη παρακολούθησα τις αντιδράσεις διαφόρων κοινοτήτων και ομάδων ατόμων ενάντια στο ενδεχόμενο στέγασης Τσιγγάνων κοντά στις κατοικίες τους. Η αντίδραση δεν είχε ως στόχο κάποιο συγκεκριμένο Τσιγγάνο που είχε διαπράξει κάποιο φοβερό έγκλημα, αλλά τους Τσιγγάνους ως φυλή. Κι όμως οι συγκεκριμένοι Τσιγγάνοι είναι Κύπριοι πολίτες.
Η συμπεριφορά αυτή αποτελεί κλασικό δείγμα ρατσισμού, μιας αποκρουστικής δυσμενούς διάκρισης η οποία δεν έχει και δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε λογικό υπόβαθρο, πέρα από την άγνοια και την προκατάληψη.
Έχοντας υπόψη τη ρατσιστική αυτή συμπεριφορά, διερωτώμαι πόσο ειλικρινείς είμαστε όταν διακηρύσσουμε για δεκαετίες ότι αγωνιζόμαστε για επανένωση της μοιρασμένης πατρίδας μας! Σε πόση απόσταση από τα σπίτια των Ελληνοκυπρίων θα πρέπει να στεγαστούν οι Τουρκοκύπριοι, σε περίπτωση που η Θεία Πρόνοια θα βοηθούσε να λυθεί με ιδανικό τρόπο το κυπριακό; Πόσο μεγάλη μπορεί να γίνει η διάσταση των λόγων από τα έργα;
δ. Ομοφυλόφιλοι
Η παραδοσιακή εικόνα που η κυπριακή κοινωνία είχε διαμορφώσει για το ανδρικό πρότυπο, άλλοτε ορθή και άλλοτε έντεχνα αλλοιωμένη, αποτελεί την κύρια αιτία για την κοινωνική απόρριψη των ομοφυλοφίλων. Έτσι, η κοινωνία εξακολουθεί να επεμβαίνει στο δικαίωμα του ατόμου για επιλογή της σεξουαλικής συμπεριφοράς του, απορρίπτοντας τους ομοφυλόφιλους ως ανήθικα άτομα.
Ο έμπρακτος σεβασμός και η αποτελεσματική προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θέμα παραδοσιακών προκαταλήψεων. Είναι, και πρέπει να είναι για κάθε πολιτισμένη κοινωνία, θέμα επιτακτικής αναγκαιότητας, χωρίς συμβιβασμούς και “εκπτώσεις” οποιασδήποτε μορφής.
Η επίκληση “παραδόσεων του λαού” και “θεμάτων ηθικής” δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως δικαιολόγηση για τη συνειδητή διατήρηση προκαταλήψεων οι οποίες βρίσκονται σε απόλυτη σύγκρουση με το σεβασμό και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Είναι ανεπίτρεπτο, αλλά και επικίνδυνο ως κακό παράδειγμα προς το λαό και ιδιαίτερα τους νέους μας, να τίθεται θέμα επιλεκτικής συμμόρφωσης της πολιτείας προς σαφείς διεθνείς υποχρεώσεις της.
Δεν μας διαφεύγει η αρνητική στάση της Εκκλησίας και κάποιων εκκλησιαστικών οργανώσεων έναντι στην ομοφυλοφιλία. Δεν τίθεται όμως θέμα να πεισθεί η Εκκλησία να αποδεχθεί την ομοφυλοφιλική σχέση. Η πολιτεία, με τα συντεταγμένα αρμόδια όργανά της, έχει τις δικές της υποχρεώσεις που πηγάζουν από τις συνειδητές πολιτικές και νομικές επιλογές της. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν μπορεί να συναρτώνται προς τις όποιες απόψεις της Εκκλησίας πάνω σε ένα καθαρά πολιτειακό θέμα. Η Εκκλησία έχει φυσικά πάντα το δικαίωμα, μέσα από τη διδασκαλία και την πνευματική επικοινωνία της με το πλήρωμά της, να εκφράζει τη δική της άποψη και να καθορίζει τα όρια του κατά την αντίληψή της “ηθικού βίου”.
- Συμπεράσματα
Θα μπορούσα να συνεχίσω την παράθεση πολλών άλλων ζητημάτων όπου εντοπίζεται παραβίαση της αρχής της ισότητας στη μικρή μας κοινωνία. Θέματα που έχουν σχέση με άτομα με ειδικές ανάγκες, δικαιώματα παιδιών και γυναικών κ.ά., αλλά πιστεύω ότι η αναφορά τους δεν θα αλλοίωνε την εικόνα που έχω ήδη σκιαγραφήσει.
Είναι πεποίθησή μου πως η διαπίστωση της σημασίας του νόμου και του πολιτισμού στην υπεράσπιση, αλλά και την καταξίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δίνει αυτόματα και το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινηθούμε, για ανατροπή των αρνητικών και μεγιστοποίηση των θετικών στη δική μας κοινωνία.
Οι σχέσεις του κράτους με τον πολίτη πρέπει απαραίτητα να θεμελιώνονται πάνω στην αρχή της ισότητας κατά τη Συνταγματική επιταγή, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Εισηγούμαι πως η σχέση αυτή πρέπει να στηρίζεται στο σεβασμό της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του πολίτη. Πρέπει, ακόμα, κάθε ενέργεια ή συμπεριφορά του κράτους να μπορεί εύκολα να ενταχθεί μέσα στο πλέγμα των αρχών του «κράτους δικαίου».
Κι αν η δική μας γενιά συναντά δυσκολίες για την προσαρμογή της στους κανόνες της δημοκρατίας, ας ρίξουμε το βάρος της προσπάθειάς μας στη διαμόρφωση του δημοκρατικού χαρακτήρα των νέων πολιτών. Αυτών που θα μας διαδεχτούν και θα πάρουν τη σκυτάλη της ιστορικής και πολιτισμικής συνέχειας της μικρής μας χώρας.
Αποτελεί παράγοντα «εκ των ων ουκ άνευ» η δημιουργία υγειών προτύπων για τους νέους μας. Είναι απαραίτητο να αποκηρύξουμε την πρακτική της διάστασης λόγων και έργων και να μπούμε στη λογική της διαπαιδαγώγησης μέσα από το παράδειγμα. Είναι, ακόμα, αναγκαίο να εγκαταλείψουμε την τακτική της κατανομής ευθυνών στους νέους για τις δικές μας αποτυχίες.
Η πορεία προς την πραγμάτωση μιας δημοκρατικής κοινωνίας είναι μεν δύσκολη, σαφώς όμως όχι ακατόρθωτη. Ιδιαίτερα για λαούς όπως το δικό μας, που κουβαλούν στην ιστορική και πολιτισμική τους παράδοση τα σπέρματα της σοφίας χιλιετιών. Πρέπει όμως να επισημάνω πως η πορεία αυτή δεν μπορεί να χαράσσεται μόνο στο χαρτί. Το Σύνταγμα, οι νόμοι, οι κανονισμοί, είναι μεν χρήσιμοι, αλλά έχουν μια ιδιαιτερότητα. Μπορούν να τροποποιηθούν, ακόμα και να αντικατασταθούν, ανάλογα με τις πολιτικές συγκυρίες. Φρουρός της νομιμότητας και της πρακτικής εφαρμογής των αρχών σεβασμού και προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να είναι ο πολίτης. Ένας πολίτης ενεργός που θα νοιάζεται και θα πολεμά την αδικία όχι μόνο όταν την υφίσταται ο ίδιος, αλλά πάντα και σε κάθε περίπτωση.
Ο θεσμός αποτελεί διάσταση ιστορική και πρέπει να είναι δεκτικός αξιολόγησης κατά την πραγμάτωσή του. Κατά τον Δ. Τσάτσο, «ο θεσμός από χαρτί γίνεται ζωή. Ο δικαστής, ο βουλευτής, ο πρωθυπουργός, ο πρόεδρος, δεν γίνονται κατανοητοί από την κοινωνία … από την ανάγνωση του Συντάγματος, αλλά από τον τρόπο πραγμάτωσής τους. Με αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα έρχεται το άτομο και η κοινωνία στη βιωματική επικοινωνία που γεννά τη συναίνεση ή την απόρριψη ή και την απελπισία».
Για να μη φτάσουμε στην απελπισία πρέπει, με τη δική μας ενεργή παρέμβαση, αμφισβήτηση, πρόταση, συνεργασία, να επιβάλουμε στο κράτος την υποχρέωση για αναζήτηση μιας συνεχούς πορείας προς την αναβάθμιση θεσμών και μηχανισμών που θα παρέχουν αποτελεσματική προστασία και ειλικρινή σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες.
Ο αγώνας προσφέρεται για όλους μαζί και για τον καθένα χωριστά. Πιστεύω έντονα και ειλικρινά πως ο καθένας μας μπορεί να κάμει τη διαφορά. Γι’ αυτό θα κλείσω την εισήγησή μου επαναλαμβάνοντας τα προσφιλή σ’ εμένα λόγια του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη: «Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω».
12 Φεβρουαρίου 2002
|
Στέλιος Θεοδούλου
Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
Πρόεδρος Παγκύπριου Συνδέσμου
για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.