Α’ ΓΕΝΙΚΑ
Έχω την άποψη πως η συνειδητή προστασία και ο σεβασμός της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών σε μια χώρα αποκαλύπτει το επίπεδο πολιτισμού του συγκεκριμένου λαού.
Η κυπριακή πολιτεία, παρουσιάζει πολλές ιδιομορφίες στην αντίληψη των βασικών κανόνων άσκησης και διεκδίκησης της δημοκρατικής λειτουργίας, ίσως γιατί παρουσιάζει ελλείμματα στη βιωματική κατανόηση και έκφραση της δημοκρατίας ως πολιτεύματος, κύρια όμως ως καθημερινής πράξης.
Η επίδραση της ιστορικής πραγματικότητας, ότι η κυπριακή κοινωνία έζησε για πάρα πολλά χρόνια κάτω από τη διοίκηση ξένων κατακτητών, έχει διαμορφώσει μια ορατή παθητική στάση απέναντι στην κάθε μορφής εξουσία, η οποία αφήνει πολλά περιθώρια στους κρατούντες για εκδήλωση ανεξέλεγκτης αυθαιρεσίας.
- Νομιμοποίηση της εξουσίας
Προτού υπεισέλθω στην προσέγγιση του καθαυτό θέματος, κρίνω αναγκαίο να προβώ σε μια γενική θεώρηση της σχέσης κράτους και πολίτη, μιας σχέσης που συνιστά θεμελιακό παράγοντα αξιολόγησης της βιωματικής αντίληψης του σεβασμού και της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με τον κορυφαίο προασπιστή της ελευθερίας και αξιοπρέπειας του πολίτη, τον αείμνηστο Αριστόβουλο Μάνεση, η νομιμοποίηση κάθε μορφής εξουσίας, πολύ δε περισσότερο της κρατικής, είναι το απαραίτητα και αναπόφευκτα δεδομένο στοιχείο σε κάθε κρατικά οργανωμένη κοινωνία. Η εξουσίαση, ως συνέπεια της διάκρισης αρχόντων και αρχομένων, συνεπάγεται ενδεχόμενη αμφισβήτησή της. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη σύμπραξης των πολιτών στη διαμόρφωση και την εκδήλωση της κρατικής θέλησης, καθώς και στον έλεγχό της. έναν έλεγχο που σαφώς δεν εξαντλείται σε τυπικές μόνο διαδικασίες ανάδειξης των αρχόντων. Η δημοκρατική αρχή λειτουργεί πραγματικά στο βαθμό που υλοποιείται σε άμεση και ενεργητική συμμετοχή των λαϊκών μαζών στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, δηλαδή αποφάσεων που αφορούν στην άσκηση της εξουσίας.
Λέγεται πως η κρατική εξουσία είναι «εξ ορισμού» συνυφασμένη με την ικανότητα αποτελεσματικής και μάλιστα καταναγκαστικής επιβολής. Ωστόσο, και ο πιο δυνατός δεν είναι ποτέ αρκετά δυνατός για να παραμείνει κύριος, αν δεν μετατρέψει τη δύναμή του σε δίκαιο και την υπακοή σε καθήκον[1].
Είναι, λοιπόν, αναγκαίο η κρατική εξουσία να ασκείται μέσα από κανόνες δικαίου, που σκιαγραφούν την αποδεκτή για τη συγκεκριμένη κοινωνία έννομη τάξη, η οποία θα πρέπει να έχει διαμορφωθεί με την ενεργή συμμετοχή των πολιτών. Έτσι το δίκαιο χρησιμεύει ως μέσο πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα και παράλληλα η πολιτική νομιμοποιείται.
- Επιβολή «εγκυροτήτων»
Η εξουσία κατασκευάζει επίσης ένα σύστημα «εγκυροτήτων», έμμεσων δηλαδή κανόνων κοινωνικής αξίας, με τις οποίες διαμορφώνει το πλαίσιο της κοινωνικής αποδοχής, για τους κανόνες δικαίου που θα ακολουθήσουν, ή που δεν είναι επιθυμητό από την εξουσία να αλλάξουν (π.χ. ο απολιτικός δημόσιος υπάλληλος, η μόνη έγκυρη ιστορική ερμηνεία, η έννοια του έθνους και της πατρίδας ως ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους «σωστούς» πολίτες και τους «άλλους», ο περιορισμός δικαιωμάτων για διευκόλυνση της πάταξης του εγκλήματος, η προστασία της κοινωνίας από την επίδραση των ξένων, κατά κανόνα των φτωχών ξένων εργατών).
Κατά το Δημήτρη Τσάτσο[2], μπορούμε να πούμε ότι η πολιτεία είναι ένα νοούμενο σύστημα «εγκυροτήτων» τις οποίες η εξουσία αναπαράγει. Έτσι, με το σύστημα αυτό των «εγκυροτήτων» που η εξουσία επιβάλλει από θέση ισχύος, δημιουργείται στην ατομική συνείδηση του πολίτη το δίλημμα: είτε δεν αμφισβητείς τις «εγκυρότητες» και θεωρείσαι «καλός πολίτης», είτε τις αμφισβητείς, οπότε βρίσκεσαι σε σύγκρουση με το σύνολο της κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι, αντί η αμφισβήτηση του πολίτη να στρέφεται κατά της εξουσίας, η οποία να την εισπράττει ως άρνηση νομιμοποίησής της, στρέφεται τεχνητά εναντίον της κοινωνίας ως συνόλου, οπότε και αυτοεκφυλίζεται πριν καταφέρει να δημιουργήσει προβλήματα στην εξουσία.
Β’ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
- Η θεωρία
Το κυπριακό κράτος προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες στο έδαφός του μέσα από τις διατάξεις του Μέρους ΙΙ του κυπριακού συντάγματος. Ακόμα, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του ατόμου προστατεύονται στην Κύπρο από όλες τις βασικές σχετικές διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες η κυπριακή πολιτεία έχει υπογράψει και κυρώσει με αξιοσημείωτο ενθουσιασμό. Έτσι, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος – το ισχυρίζονται συχνά οι εκάστοτε κυβερνώντες – ότι στην Κύπρο επικρατεί καθεστώς πλήρους σεβασμού και αποτελεσματικής προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, σε βαθμό που η πατρίδα μας μπορεί να αποτελέσει και παράδειγμα προς μίμηση. Σε ποιο βαθμό όμως ο ισχυρισμός αυτός ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα;
- Η πράξη
Η μικρή, για πολλά χρόνια κλειστή κυπριακή κοινωνία, κουβαλά στο υποσυνείδητό της παλιές ιδέες και πρακτικές τις οποίες δεν έχει καταφέρει να αποβάλει, όσο κι αν τα επίπεδα μόρφωσής της έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Η καχυποψία και η εχθρική στάση απέναντι σε κάθε τι «διαφορετικό» εκφραζόταν πριν μερικές δεκαετίες με την απομόνωση και τη μειωτική στάση απέναντι στα άτομα με ειδικές ανάγκες, για να μετατραπεί σήμερα σε μια πιο «σοφιστικέ» απόρριψη των οικονομικών μεταναστών, των ξένων εργατών και των φορέων του AIDS.
Τα πρότυπα που διαμορφώνουν οι κάθε λογής αξιωματούχοι του κυπριακού κράτους μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερα αρνητικά, αφού εκφράζουν την άγνοιά τους για ό,τι σήμερα αποτελεί το υπόβαθρο του ανθρώπινου πολιτισμού και την αγωνία τους για απρόσκοπτη διατήρηση της εξουσίας. Έτσι, αντί οι ηγέτες να αποτελούν τα πρότυπα για τη διαμόρφωση των ορίων της αξίας και απαξίας σ’ ένα σύγχρονο κράτος, παγιώνουν τις προκαταλήψεις και ενισχύουν την ήδη υπάρχουσα ρατσιστική νοοτροπία των Κυπρίων. Παράλληλα βέβαια καλλιεργούν με συνειδητή συνέπεια τη δημιουργία και διατήρηση τέτοιων «εγκυροτήτων» που να καθιστούν την από μέρους τους άσκηση της εξουσίας αδιαμφισβήτητη και, κατά συνέπεια, ανεξέλεγκτη.
- Αρνητικές επιδράσεις
Η αποτυχία της κυπριακής πολιτείας να διαμορφώσει τη δική της πολιτική στο χώρο της προάσπισης και προαγωγής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βασισμένης στην ιστορία και τον πολιτισμό του λαού της, την έχει δυστυχώς καταστήσει ουραγό της πολιτικής και των αποφάσεων τρίτων, κυρίως των ισχυρών.
Σε κάθε περίπτωση που η Κυπριακή Δημοκρατία προχωρεί σε ενέργειες που ενισχύουν έμπρακτα το σεβασμό και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτό είναι αποτέλεσμα άμεσου ή έμμεσου εξαναγκασμού και όχι έκφρασης της ελεύθερης πολιτικής βούλησής της. Πότε «ο κίνδυνος» για καταγγελία ενεργειών της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πότε «η ανάγκη» εναρμόνισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και πότε η εξασφάλιση επαίνου από τα Ηνωμένα Έθνη, είναι τα πραγματικά κίνητρα για κάθε θετική παρέμβαση.
Παραδείγματα της ετερόφωτης αυτής πολιτικής της Κύπρου υπάρχουν πολλά. Θα θυμίσω μόνο πως προχωρήσαμε, με σημαντική καθυστέρηση, σε τροποποίηση των νομοθετικών διατάξεων που ποινικοποιούν την ομοφυλοφιλία, όχι γιατί ως πολιτεία και ως λαός πιστεύαμε στην ορθότητα της ενέργειας, αλλά γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία κινδύνευε να καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ακόμα, προχωρήσαμε σε διαμόρφωση νέας νομοθεσίας που ρυθμίζει τη στάση της Κύπρου έναντι στους οικονομικούς μετανάστες γιατί πιεστήκαμε σοβαρά από την Ευρώπη προς αυτή την κατεύθυνση.
Λόγω ακριβώς της έλλειψης συγκεκριμένης πολιτικής, θεμελιωμένης πάνω στις αξίες του πολιτισμού μας, η εξάρτηση από τους τρίτους επενεργεί και προς την αρνητική κατεύθυνση, χωρίς να αξιολογείται μέσα από μια πάγια αντίληψη της ανάγκης για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, με αφορμή την κάθετη υποβάθμιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις ΗΠΑ μετά το τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης του Σεπτέμβρη του 2001, η Κύπρος έσπευσε, με αξιοσημείωτη ταχύτητα και προθυμία και χωρίς οποιαδήποτε αναστολή, να διαμορφώσει νομοθεσία και πρακτική για πάταξη της τρομοκρατίας, για ρύθμιση των συγκεντρώσεων και των παρελάσεων, για παρακολούθηση των πολιτών μέσω ηλεκτρονικών εικονοληπτικών συσκευών κλπ, μετά από σχετικές οδηγίες της υπερδύναμης.
- Συνήθεις παραβιάσεις
Παρά τις διακηρύξεις των κρατικών αξιωματούχων για απόλυτο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών στην Κυπριακή Δημοκρατία, σημειώνονται δυστυχώς σοβαρές και επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις αυτών των δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ενδεικτικά αναφέρω κάποιους τομείς της άσκησης της κρατικής εξουσίας στους οποίους φαίνεται να σημειώνονται οι πιο πολλές ή οι πιο συχνές παραβιάσεις.
(α) Αστυνόμευση. Κατά τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά τα παράπονα πολιτών για άσκηση αδικαιολόγητης βίας από αστυνομικά όργανα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους. Χωρίς να παραβλέπω την πιθανότητα υπερβολής από μέρους κάποιων πολιτών, δεν μπορώ παρά να υπογραμμίσω ότι τα περισσότερα παράπονα συμπίπτουν ως προς τις μεθόδους που κατ’ ισχυρισμό έχουν χρησιμοποιηθεί από την αστυνομία, γεγονός ενισχυτικό της αλήθειας των ισχυρισμών των πολιτών. Πολλά από τα παράπονα δεν φτάνουν στο στάδιο της καταγγελίας, για λόγους που πρέπει να αναζητηθούν, από τη μια στη νοοτροπία του μέσου Κύπριου και από την άλλη στη διαπίστωση ότι οι μηχανισμοί διερεύνησης μιας καταγγελίας δεν έχουν πείσει τους πολίτες για την αμεροληψία και ακεραιότητά τους. Την επιφυλακτικότητα των πολιτών ενισχύει και η ταχύτητα με την οποία μέλη της ηγεσίας της αστυνομίας σπεύδουν να διαβεβαιώσουν, πριν καν αρχίσει οποιαδήποτε έρευνα, ότι δεν έχει σημειωθεί η παραμικρή παρατυπία από πλευράς της αστυνομίας.
(β) Σύλληψη και κράτηση. Διαπιστώνονται δυστυχώς αρκετές παραβιάσεις δικαιωμάτων και ελευθεριών κατά τη σύλληψη, κυρίως όμως κατά την αστυνομική κράτηση υπόπτων. Εδώ το ζήτημα της καταγγελίας αποκτά πιο πολύπλοκη διάσταση, αφού ο κρατούμενος βρίσκεται στο έλεος των οργάνων των οποίων τις ενέργειες πρέπει να καταγγείλει. Υπάρχουν επίσης ισχυρισμοί για εκβιαστική επιβολή της σιωπής στο θύμα της παραβίασης. Δυστυχώς, το δικαστικό μας σύστημα και η απουσία διαδικασιών κατανομής της ευθύνης με νομοθετικές διατάξεις σε όσους έχουν, σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή, τον έλεγχο του κρατούμενου, δεν βοηθά στην ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος.
(γ) Αντιμετώπιση ξένων. Η συμπεριφορά πολιτείας και κοινωνίας απέναντι στους ξένους μοιάζει με ένα συνεχές παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Αυθαίρετη και απρόκλητη επιθετικότητα από πλευράς των αρχών, σοβαρή εκμετάλλευση από τους εργοδότες και, πολλές φορές, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Αυτά βέβαια συμβαίνουν συνήθως όταν πρόκειται για φτωχούς ξένους με μελαμψό μέχρι και μαύρο χρώμα, που κατάγονται από χώρες της Αφρικής ή της Ασίας.
(δ) Παραβίαση της αρχής της ισότητας. Η ισότητα ήταν και είναι ένα από τα αγαθά που συγκέντρωσε την προσοχή και τον προβληματισμό των ανθρώπων από την αρχαιότητα, ίσως γιατί ήταν πάντα το ζητούμενο απέναντι στην αδικία και αυθαιρεσία των αρχόντων και την καχυποψία και πλεονεξία των συνανθρώπων. Όπως τόνιζε ο Σοφοκλής, «ουδείς έξοχος άλλος έβλαστεν αλλού» (κανένας δεν γεννήθηκε ανώτερος από τον άλλο), και ο Μένανδρος συμπλήρωνε, «ουδέν γένος γένους διαφέρειν» (καμιά διαφορά δεν έχει η μια φυλή από την άλλη), ενώ ο Βολταίρος έδινε τη φιλοσοφική διάσταση της ισότητας: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Δεν είναι η καταγωγή, αλλά η αρετή η οποία τους κάνει να διαφέρουν». Στην Κύπρο της τρίτης χιλιετίας η ισότητα των πολιτών εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο, είτε πρόκειται για ανέλιξη στη δημόσια υπηρεσία, είτε για χρήση των υπηρεσιών υγείας, είτε για καταγγελία για τροχαία παράβαση, είτε για αντιμετώπιση ενός φορέα του AIDS ή ενός ομοφυλόφιλου ή ενός Τσιγγάνου που ήρθε από τις κατεχόμενες στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας.
Γ’ Ο ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Κατά το Μάνεση: «… καλός πολίτης είναι μόνον ο ελεύθερος πολίτης, ο συνειδητός, ενεργός, και υπεύθυνος πολίτης». Για να συμπληρώσει η διάσημη Γαλλίδα ακαδημαϊκός, Ζιακελίν Ντε Ρομιγύ[3]: «Οι Έλληνες, εραστές πάντοτε της ανεξαρτησίας διακήρυσσαν συνεχώς με υπερηφάνεια την υπακοή στους νόμους. … Το μόνο που ζητούσαν ήταν να διοικείται η πόλη αυτή από έναν δικό της κανόνα και όχι από έναν άνθρωπο».
Ο Κύπριος πολίτης έχει λοιπόν υποχρέωση να εγκαταλείψει τη θέση του παθητικού θεατή και να μετατραπεί σε ενεργό πολίτη με άποψη, που θα είναι ενήμερος και έτοιμος για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του. Επιβάλλεται να απαιτήσει την καθιέρωση ενός ελεύθερου κοινωνικού διαλόγου για κάθε ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, κύρια όμως κάθε ζητήματος που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με το σεβασμό και την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του. Τα οργανωμένα σύνολα θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη στείρα σιωπή και τη σοβαροφανή ουδετερότητα, η οποία πολλές φορές επιβάλλεται ως έκφραση κακώς νοούμενης πειθαρχίας σε κομματικές ταυτότητες, και να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην κοινωνία που τα ανέχεται και τα στηρίζει.
Θα πρέπει να κατανοήσουμε πως η οποιαδήποτε κρατική εξουσία πηγάζει από το λαό και η οποιαδήποτε κατάχρηση της εξουσίας αυτής μπορεί να εκδηλωθεί μόνο στο βαθμό και την έκταση που το επιτρέπει ή το ανέχεται το κοινωνικό σύνολο.
Κατά τον Δ. Τσάτσο, «ο θεσμός από χαρτί γίνεται ζωή. Ο δικαστής, ο βουλευτής, ο πρωθυπουργός, ο πρόεδρος, δεν γίνονται κατανοητοί από την κοινωνία … από την ανάγνωση του Συντάγματος, αλλά από τον τρόπο πραγμάτωσής τους. Με αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα έρχεται το άτομο και η κοινωνία στη βιωματική επικοινωνία που γεννά τη συναίνεση ή την απόρριψη».
Έχουμε λοιπόν, ως ενεργοί πολίτες, χρέος να αγωνιστούμε για γεφύρωση του σημαντικού χάσματος που διαπιστώνεται ανάμεσα στη θεωρητική και την πρακτική προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το οφείλουμε στην ιστορία μας, στον πολιτισμό μας και στα παιδιά μας.
Λευκωσία, 4 Ιουνίου 2002
Στέλιος Θεοδούλου,
Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
Πρόεδρος Παγκύπριου Συνδέσμου για την Προάσπιση
Των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
[1] Α. Μάνεσης, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1980.
[2] Δ. Τσάτσος, Ελληνική Πολιτεία 1974 – 1997, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997.
[3] Jacqueline de Romilly, Ο Νόμος στην Ελληνική Σκέψη, Αθήνα, το άστυ, 1995.