Α΄ ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως όμως μετά τις εκατόμβες θυμάτων και τις τρομακτικές καταστροφές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η ανθρωπότητα στράφηκε προς τη δημιουργία κανόνων διεθνούς δικαίου οι οποίοι να καλύπτουν όλο το φάσμα των διακρατικών σχέσεων και να δίνουν λύσεις σε διεθνή και παγκόσμια προβλήματα συνύπαρξης, αλλά και επιβίωσης του ανθρώπινου γένους.
Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, το έγγραφο με το οποίο οι χώρες του κόσμου μας, μερικές στην αρχή, το 1945, όλες σήμερα, αποφάσισαν να ρυθμίσουν τις διακρατικές σχέσεις για αποφυγή του πολέμου ή της χρήσης ή της απειλής χρήσης βίας στις μεταξύ τους σχέσεις, αποτελεί ένα πραγματικό μνημείο της βούλησης του ανθρώπου να ζήσει ειρηνικά και ασφαλισμένα.
Κορυφαίο επίσης μνημείο της επικράτησης του πολιτισμού πάνω στη βία αποτελεί η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948, όπου καθορίζονται κωδικοποιημένα τα ελάχιστα επίπεδα δικαιωμάτων και ελευθεριών που πρέπει να απολαμβάνει κάθε ανθρώπινο ον.
Με βάση τα δυο αυτά διεθνή κείμενα υιοθετήθηκαν στη συνέχεια ένας μεγάλος αριθμός διεθνών συμβάσεων, που ρυθμίζουν με ικανοποιητική λεπτομέρεια θέματα διεθνών σχέσεων και προνοούν για την πρόληψη συγκρούσεων και την εγκαθίδρυση θεσμικών διεθνών οργάνων για την παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής τους. Παράλληλα, μεγάλος αριθμός διεθνών συμβάσεων ρυθμίζουν θέματα που ξεφεύγουν από τις στενές σχέσεις κρατών και ρυθμίζουν ζητήματα διασφάλισης της συνέχισης της επιβίωσης του ανθρώπινου γένους πάνω στη γη. Τέτοιες συμβάσεις εισάγουν κανόνες προστασίας του περιβάλλοντος, προστασίας και διαχείρισης των θαλασσών, χρήσης του διαστήματος και άλλα πολλά.
Β΄ ΑΝΤΙΡΡΟΠΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΚΗΝΙΚΟ
Η είσοδος του ανθρώπινου γένους στην τρίτη χιλιετία μετά Χριστό σημαδεύεται πρώτιστα από την ουσιαστική κατάργηση των γεωγραφικών παραδοσιακών συνόρων και την παγκόσμια διακίνηση ιδεών, συμφερόντων και ανθρώπων. Ο καλπασμός της νέας τεχνολογίας μεγιστοποιεί την αλληλεξάρτηση των λαών. Η λεγόμενη «νέα τάξη πραγμάτων», απόρροια της επικράτησης μιας και μόνης υπερδύναμης στον κόσμο μας, έχει περιορίσει λίγο ή πολύ την έννοια της απόλυτης κυριαρχίας των κρατών, ενώ η δέσμευση από τις διεθνείς συμβάσεις που προαναφέρθηκαν καθιερώνει, βήμα με βήμα, ενιαία συμπεριφορά βασισμένη στην ενιαία ερμηνεία αρχών από αρμόδια διεθνή σώματα.
Παρά, όμως, τη θετική επίδραση των αρχών και κανόνων της διεθνούς έννομης τάξης, η ανθρώπινη συμπεριφορά, όσο κι αν ηχεί εξωφρενικό, δεν φαίνεται να έχει αλλάξει σημαντικά από την εποχή του ανθρώπου των σπηλαίων. Ο άνθρωπος εξακολουθεί να έχει την τάση να επιβάλλεται στους ασθενέστερους και να επιδιώκει, με θεμιτά και, κυρίως, αθέμιτα μέσα να αποκτήσει ή να πολλαπλασιάσει ισχύ και αγαθά για τον εαυτό του. Ιδιαίτερα μετά την επικράτηση της «νέας τάξης πραγμάτων» και την μάλλον αρνητική εκδήλωση της παγκοσμιοποίησης, το οικονομικό όφελος φαίνεται να ιεραρχείται στην κορυφή των διεκδικήσεων του ανθρώπου, εκτοπίζοντας το δίκαιο, την ηθική και τον πολιτισμό σε χαμηλότερα σκαλοπάτια της κλίμακας αξιών της ανθρωπότητας.
Με αυτά τα δεδομένα, ο άνθρωπος βρίσκεται σήμερα να παλεύει ανάμεσα στους δυο ακραίους πόλους, αυτόν της διεθνούς νομιμότητας που εκφράζει την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την ανεκτικότητα, την αλληλεγγύη, και αυτόν της διεθνούς ασυδοσίας που εκφράζει την αχαλίνωτη τάση για απόκτηση ισχύος, αγαθών και ελέγχου πάνω σε όλους τους άλλους.
Μέσα σε αυτό το αντιφατικό σκηνικό οι διεθνείς σχέσεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και ενδιαφέρον, αφού οι ελιγμοί για επίτευξη προσδοκόμενων από μια χώρα στόχων ή για αντίσταση στην επικράτηση αρνητικών γι αυτήν καταστάσεων πρέπει να είναι πολύ λεπτοί, θεμελιωμένοι πάνω στη γνώση και την αξιολόγηση πολλαπλών και πολύπλοκων παραγόντων και δεδομένων.
Η πολιτική του «σοφού ηγέτη» αποτελεί για τη σημερινή πραγματικότητα ένα μακρινό παραμύθι αβέβαιης παιδευτικής αξίας. Σήμερα επιβάλλεται η χάραξη πολιτικής μετά από ενδελεχή τεχνοκρατική αξιολόγηση πολλών ουσιαστικών και τυπικών παραγόντων, σε συνδυασμό με τη γνώση και αξιοποίηση του σωστού σε κάθε περίπτωση νομικοπολιτικού υπόβαθρου και με την ιεράρχιση στόχων και αντικειμένου στρατηγικής.
Γ΄ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Ιστορικές συγκυρίες, ασυγχώρητα λάθη και προδοτικές ενέργειες έχουν οδηγήσει την Κύπρο σε ασφυκτικό κλοιό θανάσιμου εναγκαλισμού από την Τουρκία, θέτοντας σε άμεσο και πραγματικό κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της και τη συνέχιση της ιστορικής και πολιτισμικής πορείας του λαού της.
Αν η χάραξη και άσκηση εξωτερικής πολιτικής είναι σήμερα από μόνη της μια πολύπλοκη και δύσκολη υπόθεση, γίνεται ίσως αντιληπτό πόσο πολλαπλάσια πολύπλοκη και δύσκολη υπόθεση είναι η χάραξη και άσκηση εξωτερικής πολιτικής από την Κυπριακή Δημοκρατία, στην κατάσταση που βρίσκεται μετά την τουρκική επιδρομή και, ιδιαίτερα, μετά την προσπάθεια της Τουρκίας για εγκαθίδρυση μορφώματος με πολιτειακά χαρακτηριστικά στις κατεχόμενες από αυτήν περιοχές.
Η χρονική παράταση de facto δεδομένων που έχει δημιουργήσει η σαφώς παράνομη τουρκική επιδρομή κατά της Κύπρου, η καλά σχεδιασμένη και άριστα εφαρμοζόμενη τουρκική εξωτερική πολιτική και η αδυναμία της κυπριακής ηγεσίας να χαράξει και εφαρμόσει σταθερή πολιτική διεκδίκησης των δικαίων της, είναι παράγοντες που οδηγούν από μόνοι τους προς δυο βασικούς άξονες πετυχημένης προώθησης των τουρκικών θέσεων:
α) Επικέντρωση της προσοχής σε επί μέρους ζητήματα, με παράλληλη υποβάθμιση του κύριου προβλήματος της επιδρομής.
β) Εδραίωση της αντίληψης ότι η de facto κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι η οριστική, τελική κατάσταση πραγμάτων, και κατά συνέπεια θα πρέπει να αναγνωριστεί ως de jure.
Στην αξιολόγηση του πολιτικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο κινείται σήμερα η Κύπρος, είναι απαραίτητο να συνυπολογιστούν και οι ακόλουθοι παράγοντες:
- Το πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό συμφέρον ισχυρών χωρών, ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας, που φαίνεται να εξυπηρετείται περισότερο μέσα από άσκηση ευνοϊκής για την Τουρκία πολιτικής από τις χώρες αυτές.
- Η λανθασμένη, κατά την αντίληψή μου, αποδοχή της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με την εμφανή απροθυμία της Ευρώπης να απαιτήσει από αυτήν την αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων που θεσμικά ορίζονται για την αποδοχή μιας τέτοιας υποψηφιότητας.
- Η νέα πολιτική μονομερούς φιλίας της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας.
- Η έμμεση αλλά σαφής αποδοχή, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, της ύπαρξης δυο διακριτών κρατικών οντοτήτων και δυο διακριτών «λαών» στο γεωγραφικό χώρο της Κύπρου και η θεμελίωση της ενταξιακής πορείας της, αλλά και της προοπτικής επίλυσης του κυπριακού πάνω σε αυτό το παράνομο υπόβαθρο.
- Τα ειδικότερα συμφέροντα της Βρετανίας που πηγάζουν από την ανάγκη για συνέχιση της παρουσίας της στην Κύπρο και του ελέγχου της περιοχής, μέσω των βρετανικών στρατιωτικών της βάσεων στο νησί.
Δ΄ Η ΝΟΜΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
Από μια προσεκτική και σε συνδυασμό εξέταση όλων των στοιχείων που περιέχονται σε έγγραφα, «ιδέες», προτάσεις, δηλώσεις και την πραγματική πολιτική των διαφόρων χωρών, με ελαφρά εξαίρεση το χώρο τον Ηνωμένων Εθνών, προκύπτει ότι, κάθε αναφορά στην Κυπριακή Δημοκρατία σημαίνει αναφορά στις ελεγχόμενες από το κράτος της Κύπρου περιοχές ή, αλλοιώς, δεν σημαίνει τις κατεχόμενες από την Τουρκία περιοχές της Κύπρου.
Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι η αντίληψη για τη νομικοπολιτική έννοια του όρου «Κυπριακή Δημοκρατία» που έχω προαναφέρει είναι σχεδόν κοινή σε όλες τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ερωτηματικό αναφορικά με την πραγματική έννοια που αποδίδεται στον όρο από την ελληνική κυβέρνηση. Κατά συνέπεια, ο κύριος στόχος τον οποίο επεδίωξε να επιτύχει η Κύπρος με την αίτηση ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η προστασία δηλαδή της ακεραιότητας του κράτους, όχι μόνο δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται, αλλά μάλλον είναι σημαντικά απομακρυσμένος και απομακρύνεται συνεχώς.
Η συνεπής και σταθερή πολιτική της Τουρκίας, αναφορικά με την ύπαρξη και λειτουργία τουρκοκυπριακής κρατικής οντότητας στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, σε συνδυασμό με την ανεπίτρεπτα επιπόλαιη αποδοχή, λόγω και έργω, από μέρους της κυπριακής ηγεσίας ύπαρξης, έστω de facto, τουρκοκυπριακών θεσμικών οργάνων με κρατικό περίβλημα, έχει εδραιώσει την αντίληψη περί της ύπαρξης δυο χωριστών κρατικών οντοτήτων στο νησί, μιας αναγνωρισμένης και μιας μη αναγνωρισμένης. Κατά συνέπεια, το μοναδικό στοιχείο που απουσιάζει για την «νόμιμη» αποδοχή της ύπαρξης τουρκοκυπριακού κράτους στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, είναι η τυπική πράξη της αναγνώρισης η οποία, σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τη σύγχρονη ερμηνεία των κανόνων του διεθνούς δικαίου, δεν είναι απαραίτητο να ενεργοποιηθεί με άμεση πολιτική πράξη.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη πολιτική οξυδέρκεια ή κορυφαία νομική γνώση, για να γίνει αντιληπτό ότι η πολιτική και οι ενέργειες της Τουρκίας στην Κύπρο είναι προσαρμοσμένες στην παραγωγή συγκεκριμένου νομικοπολιτικού αποτελέσματος, ενταγμένου μέσα στο πλαίσιο των συγχρόνων αντιλήψεων του διεθνούς δικαίου, με σαφή εκμετάλλευση των πολιτικών παραμέτρων της λεγόμενης «νέας τάξης πραγμάτων».
Ε΄ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΚΑΡΠΟΦΟΡΑΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Για σκοπούς εξέτασης των δυνατοτήτων και των προοπτικών χάραξης και άσκησης μιας εξωτερικής πολιτικής που να έχει κάποια ελπίδα διεκδίκησης των συμφερόντων της Κύπρου, θεωρώ αναγκαίο να υπενθυμίσω ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα ενιαίο, ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, με ένα λαό που συντίθεται από Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους (άνκαι είναι νομικά αδόκιμος ο χαρακτηρισμός) και μια καθορισμένη και αποδεκτή από το διεθνές δίκαιο εδαφική επικράτεια και μια αναγνωρισμένη και ελεγχόμενη από το διεθνές δίκαιο κυβερνητική οργάνωση, το οποίο ασκεί αυτόνομη κυριαρχία στο σύνολο της επικράτειάς του. Αυτή είναι η νομικά και (ελπίζω) πολιτικά παραδεκτή πραγματικότητα και αυτή την πραγματικότητα οφείλει να είχε ως αφετηρία και υπόβαθρο κάθε ενέργεια της κυπριακής κυβέρνησης προς την κατεύθυνση επίτευξης λύσης στο κυπριακό ζήτημα, αλλά και κατά την καθημερινή άσκηση πολιτικής.
Με αφετηρία και λάβαρο τη διαπίστωση της νομικοπολιτικής αυτής πραγματικότητας, η εξωτερική πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας οφείλει να κινηθεί πάνω σε πολλαπλούς άξονες, χρησιμοποιώντας κάθε πολιτικό και νομικό μέσο που είναι δυνατό να προσφέρεται, με σταθερό στόχο τη δημιουργία του ορθότερου δυνατού πλαισίου μέσα στο οποίο θα τοποθετηθούν οι όποιες προσπάθειες για διεκδίκηση και διασφάλιση των συμφερόντων και του μέλλοντος του κυπριακού λαού. Οι άξονες αυτοί, οι οποίοι συνιστούν στην πραγματικότητα πλέγματα αρχών και συμφερόντων που αλληλοεπικαλύπτονται και αλληλοεξαρτούνται, είναι κατά τη γνώμη μου οι ακόλουθοι:
- Τα Ηνωμένα Έθνη.
Κατά τα τελευταία αρκετά χρόνια η κυπριακή κυβέρνηση έχει υποβαθμίσει σε μεγάλο βαθμό τη σημασία των οργάνων και μηχανισμών των Ηνωμένων Εθνών, με την αιτιολογία ότι η διεθνής συγκυρία δεν θα επέτρεπε την εξασφάλιση θετικών ψηφισμάτων και, σε κάθε περίπτωση, τα ψηφίσματα αυτά δεν θα πρόσθεταν ουσιαστικά στις προσπάθειες για επίλυση του κυπριακού ζητήματος.
Δεν θα διαφωνήσω με την εκτίμηση αυτή, αν η προσφυγή της Κυπριακής Δημοκρατίας στα θεσμικά όργανα των Ηνωμένων Εθνών θα αποσκοπούσε στην καθιερωμένη γενική και αόριστη συζήτηση του κυπριακού ζητήματος, ως εσωτερικής διένεξης μεταξύ των κοινοτήτων της Κύπρου και την επανάληψη κάποιων γενικών «συστάσεων» για τη μελλοντική αντίκριση του προβλήματος στη διακοινοτική του διάσταση. Έχω όμως την άποψη ότι στα Ηνωμένα Έθνη θα έπρεπε να είχαμε από πολλού προσφύγει με συγκεκριμένα αιτήματα, πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, μετά από σοβαρή μελέτη του σχετικού υπόβαθρου που έχει καθιερώσει για κάθε περίπτωση το διεθνές δίκαιο.
Για παράδειγμα, ήταν και είναι απαραίτητο να ζητηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας η αναγνώριση της τουρκικής εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής της Κύπρου ως «επιδρομής» (aggression). Άνκαι είναι βέβαιο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Βρετανία θα έκαναν χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας, η σταθερή και συνεπής επανάληψη του αιτήματος, μετά από κατάλληλη νομική και διπλωματική προετοιμασία, θα δημιουργούσε ένα πολιτικό πλαίσιο στο οποίο θα κυριαρχούσαν οι θέσεις αρχής που συνθέτουν το κυπριακό ζήτημα.
Θα έπρεπε και πρέπει ακόμα να μελετηθούν σοβαρά οι δυνατότητες που προσφέρουν οι διαδικασίες του ψηφίσματος του 1950 (377(V) του 1950), γνωστού ως “Uniting for Peace”, μέσα από τις οποίες είναι δυνατή η παράκαμψη του veto των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, με αυξημένη πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης. Είμαι της γνώμης ότι, ακόμα κι αν δεν επιτευχθεί ποτέ η έκδοση του ζητούμενου ψηφίσματος, η πίεση πάνω στις φιλικές προς την Τουρκία χώρες που θα δημιουργούσε το ενδεχόμενο επίτευξης κάποια στιγμή της απαιτούμενης πλειοψηφίας, θα ήταν ίσως δυνατό να εισαγάγει πρόσθετους παράγοντες προβληματισμού στη διαμόρφωση της πολιτικής τους. Στην έστω απομακρυσμένη περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής, το κυπριακό τοποθετείται αυτόματα κάτω από τις πρόνοιες του Μέρους VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που προνοεί για επιβολή κυρώσεων, γιατί η επιδρομή εμπεριέχει εξ’ ορισμού το στοιχείο της απειλής κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας
Θα έπρεπε και πρέπει επίσης να συνεχιζόταν με πολλή συνέπεια και σοβαρότητα η προβολή στις έιδικές επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία στην Κύπρο όπως, για παράδειγμα, το θέμα των εγκλωβισμένων, των αγνοουμένων, της καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς των Κυπρίων, της αλλοίωσης του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου και τόσων άλλων.
Σε τελευταία ανάλυση, συμφωνώ με την άποψη ότι τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών δεν θα λύσουν από μόνα τους το κυπριακό. Πιστεύω όμως ότι, αν και εφόσον χρησιμοποιηθούν σωστά, μπορούν να αποτελέσουν το πλαίσιο της δικής μας αδιαπραγμάτευτης θέσης στις οποιεσδήποτε συνομιλίες για επίτευξη λύσης· μιας θέσης που θα προβάλλει και διεκδικεί, χωρίς ταλαντεύσεις και «ευφάνταστους» πολιτικούς ακροβατισμούς, την εφαρμογή στην περίπτωση της Κύπρου των αρχών που τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη έχουν καταστήσει διεθνές δίκαιο.
- Η Ευρώπη
Χρησιμοποίησα τον όρο Ευρώπη, για να περιλάβω τόσο την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και το Συμβούλιο της Ευρώπης, δυο θεσμούς με μεγάλη σημασία για την Κύπρο και το μέλλον της. Ακόμα, η σημασία του ευρύτερου Ευρωπαϊκού χώρου και οι πολιτικές ζημώσεις και ανακατατάξεις που παρατηρούνται σ’ αυτόν μετά τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο επισταμένης μελέτης και αξιολόγησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τύχη και η πορεία των χωρών και των θεσμών της Ευρώπης επηρεάζει, άμεσα ή έμμεσα, το μέλλον της Κύπρου.
Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα σημαντικό στρατηγικό στόχο, κάτω όμως από δυο απόλυτες προϋποθέσεις:
- Η ένταξη θα περιλαμβάνει ολόκληρη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
- Η ένταξη θα συνεπάγεται πλήρη εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε όλα τα θέματα, για ολόκληρη την Κύπρο και ολόκληρο το λαό της.
Είναι διάχυτη η αντίληψη ανάμεσα σε αξιωματούχους και τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι οι διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη αφορούν μόνο το ελεύθερο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός αρνητικού πλέγματος δεδομένων και προοπτικών, μέσα στο οποίο η ένταξη της ελεύθερης Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα σημαίνει μάλλον οριστική διχοτόμησή της, με δημιουργία ανάμεσα στις δυο «κρατικές οντότητες» του νησιού κρατικών συνόρων, με εγγυημένο το απαραβίαστό τους από την ίδια της Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η άποψη αυτή πηγάζει, εκτός των άλλων, και από τις νομικές αρχές που περιέχονται στη γνωμοδότηση της Επιτροπής Διαιτησίας υπό τον Πρόεδρο του Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου, Robert Badinter (the Badinter Arbitration Committee), η οποία είχε συσταθεί από την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία το 1991, για να δώσει νομικές λύσεις στα προβλήματα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Αξίζει να αναφερθούν, έστω επιγραμματικά, οκτώ βασικά σημεία της γνωμοδότησης:
- Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η ύπαρξη ή η εξαφάνιση ενός κράτους είναι ζήτημα πραγματικό, η δε αναγνώριση από τρίτα κράτη έχει διαπιστωτικό και μόνο αποτέλεσμα.
- Ως κράτος θεωρείται μια οντότητα η οποία αποτελείται από ένα έδαφος και ένα πληθυσμό, που υπόκεινται σε μια οργανωμένη πολιτική εξουσία. Ένα τέτοιο κράτος χαρακτηρίζεται από κυριαρχία.
- Η μορφή της εσωτερικής πολιτικής οργάνωσης και οι συνταγματικές διατάξεις είναι απλά πραγματικά περιστατικά, που όμως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να γίνει αντιληπτή η πραγματική άσκηση εξουσίας μιας κυβέρνησης πάνω στον πληθυσμό και το έδαφός του.
- Στην περίπτωση ενός ομοσπονδιακού κράτους, η ύπαρξή του προϋποθέτει ότι τα ομοσπονδιακά όργανα αντιπροσωπεύουν τα συστατικά τμήματα (κρατίδια) της ομοσπονδίας και ασκούν αποτελεσματική εξουσία πάνω σ’ αυτά.
- Η έννοια της “διαδοχής κράτους” σημαίνει την υποκατάσταση ενός κράτους από ένα άλλο στην ευθύνη για τις διεθνείς σχέσεις του εδάφους. Αυτό συμβαίνει οποτεδήποτε υπάρχει μια μεταβολή στο έδαφος του κράτους. Τα ενδιαφερόμενα κράτη είναι ελεύθερα να ρυθμίσουν τους όρους της διαδοχής με συμφωνία.
- Όλα τα εξωτερικά σύνορα θα πρέπει να απολαμβάνουν της αρχής του απαραβίαστου των συνόρων, όπως καθορίζεται στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την Τελική Πράξη του Ελσίνκι και άλλα διεθνή κείμενα.
- Τα πρώην (εσωτερικά) σύνορα μεταβάλλονται σε διεθνή σύνορα προστατευόμενα από το διεθνές δίκαιο, εκτός αν υπάρξει ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνία περί του αντιθέτου. Εφαρμόζεται δηλαδή η γνωστή αρχή uti possidetis juris, όπως έχει υιοθετηθεί από το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση Burkina Faso V. Mali [(1986) ICJ Reports 554, at 565].
- Αν και η αναγνώριση κράτους από άλλα κράτη έχει διαπιστωτικό μόνο χαρακτήρα, ωστόσο οι αναγνωρίσεις και η συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς φανερώνουν ότι τα κράτη της διεθνούς κοινότητας έχουν σχηματίσει την πεποίθηση πως το νέο κράτος είναι μια πραγματικότητα που συνεπάγεται ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις για το διεθνές δίκαιο.
Η πρόσφατη δήλωση του Ευρωπαίου αξιωματούχου Φερχόεγκεν, περί επίδειξης ελαστικότητας από μέρους της Ευρώπης σε περίπτωση συμφωνημένης παρέκκλισης από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αποτελεί επανάληψη ταυτόσημης δήλωσης του επίσης αξιωματούχου της Ένωσης Βάντερμπρουκ, που έκαμε στη Λευκωσία στις 2.12.1997. Οι δηλώσεις αυτές, ενταγμένες μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό, αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, «παραίνεση» για αποδοχή του πλαισίου συμφωνίας για το κυπριακό που θα προτείνουν τα Ηνωμένα Έθνη (στην ουσία, ΗΠΑ και Βρετανία) και που εκ προοιμίου είναι γνωστό ότι θα παρεκκλίνει σοβαρά από τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εξάλλου, είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύουν οι πολιτικοί μας ότι οι ίδιες χώρες ασκούν διαφορετική πολιτική όταν, ως μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, κατευθύνουν ή επικυρώνουν τις ενέργειες της Γενικής Γραμματείας, από την πολιτική που ασκούν ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο πλέγμα αυτό των πολιτικών δεδομένων θα πρέπει να συνυπολογιστεί ο αρκετά σοβαρός παράγοντας της υποψηφιότητας της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μιας Τουρκίας που κατέχει δεσπόζουσα θέση στα πολιτικά πράγματα του χώρου της Μέσης Ανατολής, και όχι μόνο, και που έχει τη δυνατότητα επηρεασμού της ενταξιακής πορείας της Κύπρου, τόσο σε επίπεδο ουσίας, όσο και σε επίπεδο χρόνου. Ενδείξεις τέτοιας πρόθεσης έχει ήδη δώσει η Τουρκία με κάποιες πολιτικές διακηρύξεις της.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητή η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι της Τουρκίας, αφού αξιολογηθεί το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν έχει μέχρι στιγμής προβεί σε οποιαδήποτε πολιτική πράξη που να κατατείνει να υποχρεώσει την Τουρκία να υιοθετήσει στην πράξη τις βασικές προϋποθέσεις που ισχύουν για κάθε υποψήφια για ένταξη χώρα. Και αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί και ειλικρινείς με τον εαυτό μας, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει τουρκική επιδρομή κατά της Κύπρου ή κατοχή εδαφών της από την Τουρκία. Τα τουρκικά στρατεύματα βρίσκονται στο χώρο που η Ευρώπη των 15 αναγνωρίζει ως έδαφος που ανήκει στους Τουρκοκυπρίους, υπό την όποια υπόσταση τους αποδίδει.
- Βρετανία και βρετανικές στρατιωτικές βάσεις.
Κάτω από την πίεση των πολιτικών δεδομένων του 1960, η Βρετανία κατάφερε να διατηρήσει υπέρμετρα, θα έλεγα εξωφρενικά, δικαιώματα πάνω στην πρώην αποικία της, την Κύπρο. Τα δικαιώματα αυτά δεν περιορίζονται στην ύπαρξη και λουτουργία των στρατιωτικών βάσεων, αλλά επεκτείνονται σε μεγάλο βαθμό και περιορίζουν ουσιαστικά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Για διάφορους λόγους, που δεν είναι του παρόντος να αναλύσω, έχω διαμορφώσει την έντονη άποψη ότι τα δικαιώματα των Βρετανών στην Κύπρο πηγάζουν από μια άκυρη ή ακυρώσιμη με βάση το διεθνές δίκαιο συμφωνία. Η εξέλιξη του διεθνούς δικαίου από το 1960 μέχρι σήμερα έχει δημιουργήσει δεσμευτικές αρχές που είναι ασυμβίβαστες με τη συνθήκη εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η εξωτερική πολιτική της Κύπρου οφείλει, βασισμένη στις αρχές του διεθνούς δικαίου και στα συμφέροντα του κυπριακού λαού, να κινηθεί προς δυο κατευθύνσεις σε σχέση με την παρουσία των Βρετανών στο νησί:
- Αποφυγή νομιμοποίησης των απαράδεκτων προνοιών της συνθήκης εγκαθίδρυσης στα πλαίσια συμφωνίας για λύση του κυπριακού ζητήματος.
- Σημαντική βελτίωση των όρων παρουσίας των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο με χωριστή συμφωνία, αν κριθεί ότι δεν θα απέδιδε αυτή την ώρα αίτημα για κατάργησή τους.
Είναι, κατά τη γνώμη μου, ανησυχητικός ο πανηγυρισμός της κυπριακής κυβέρνησης, για την πρόταση που έχει προέλθει από τον εκπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, για επαναβεβαίωση της συνθήκης εγκαθίδρυσης στα πλαίσια συμφωνημένης λύσης. Η συνθήκη αυτή ρυθμίζει αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα και δικαιώματα των Βρετανών στην Κύπρο και, ενώ όπως έχει σήμερα μπορεί να προσβληθεί ως μη συνάδουσα με το διεθνές δίκαιο, αν επαναβεβαιωθεί ως μέρος της συμφωνημένης λύσης του κυπριακού, θα μετατραπεί σε καθόλα νόμιμη.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι Βρετανοί, και έμμεσα οι Αμερικανοί, αποδίδουν πολύ μεγάλη σημασία στη συνέχιση της παρουσίας των στρατιωτικών τους εγκαταστάσεων στο έδαφος της Κύπρου. Η ανάγκη αυτή μπορεί να αποτελέσει σημαντικό «χαρτί» στα χέρια μιας επιδέξιας εξωτερικής πολιτικής.
- Ελληνική πολιτική έναντι της Τουρκίας
Η ελληνική εξωτερική πολιτική και ιδιαίτερα η πολιτική έναντι της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει, στο βαθμό που είναι δυνατό, να στηρίζεται στο υπόβαθρο προβολής και διεκδίκησης της διεθνούς νομιμότητας για την Κύπρο. Χωρίς να ελέγχεται ως λανθασμένη η ελληνική πολιτική φιλίας προς την Τουρκία, είναι αναγκαίο να στηρίζεται σε θεμέλια αρχών και να παραμένει αμετακίνητη σε κάθε περίπτωση που οι αρχές αυτές παραβιάζονται ή απειλείται η παραβίασή τους. Θα χαρακτήριζα κατασροφική τη συνέχιση μιας πολιτικής μονομερούς φιλίας, έχοντας υπόψη την ιστορία και την επεκτατική πολιτική του δέκτη της φιλίας αυτής. Θα υπενθύμιζα ακόμα στην ελληνική κυβέρνηση ότι η Τουρκία συνεχίζει για 26 χρόνια μια κατάφωρη επιδρομή κατά της Κύπρου και ότι η επιδρομή, και με πρόσφατη επαναβεβαίωση σε διεθνή σύμβαση τον Ιούνιο του 1998, χαρακτηρίζεται από το διεθνές δίκαιο ως «διεθνές έγκλημα» ή «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
Έχω τη γνώμη ότι η εξωτερική πολιτική της Κύπρου έχει πολύ δρόμο να διανύσει για επίτευξη κοινότητας στόχων και στρατηγικής με την ελληνική εξωτερική πολιτική. Αυτό δείχνουν οι πολύ αρνητικές και εξωπραγματικές δηλώσεις, τόσο του Έλληνα Πρωθυπουργού, όσο και του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, οι οποίες έγιναν σε απάντηση των ανησυχιών και επικρίσεων που έχουν εκφραστεί από Κυπρίους, αναφορικά με τη στάση και το ρόλο της Ελλάδας έναντι του περιεχομένου της εναρκτήριας δήλωσης του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στον τέταρτο γύρο των εκ του σύνεγγυς συνομιλιών, στη Νέα Υόρκη.
- Η διεθνής έννομη τάξη
Οι μοναδικές περιπτώσεις που αναγνωρίστηκε το δίκαιο των θέσεών μας, ήταν οι περιπτώσεις της νομικής διεκδίκησης (ψηφιδωτά Παναγίας Κανακαριάς, Διακρατικές προσφυγές ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης, με ιδιαίτερη αναφορά στην τέταρτη, υπόθεση Τιτίνας Λοϊζίδου κ.ά.), άσχετα αν τις αξιοποιήσαμε στον ύψιστο δυνατό βαθμό ή όχι. Το θετικό αυτό αποτέλεσμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σχεδόν φυσικό, αφού τα διεθνή δικαστικά και γνωμοδοτικά όργανα αντιμετωπίζουν τις διάφορες πτυχές του κυπριακού ζητήματος μέσα από το πρίσμα των κανόνων δικαίου που διέπουν το σημερινό κόσμο.
Είναι εξάλλου δεδομένο ότι κάθε προσπάθεια διεκδίκησης των δικαίων της Κύπρου σε πολιτικό επίπεδο είναι καταδικασμένη εκ προοιμίου, αφού η μικρή Κύπρος δεν έχει τα αναγκαία πολιτικά ερείσματα για επιτυχή προβολή των θέσεών της. Θα ήταν αφελές να αναμένονται επιτυχίες σε ένα πολιτικό στίβο, όπου η αμελητέα για τους ισχυρούς πολιτική της Κύπρου θα εκαλείτο να αντιπαλέψει την πολιτική της Τουρκίας, την οποία στηρίζει η πολιτική των παντοδύναμων σήμερα Ηνωμένων Πολιτειών, και όχι μόνο.
Κατά συνέπεια, η πολιτική μας θα πρέπει να στραφεί σταθερά, υπεύθυνα και διεκδικητικά προς τις νομικές πτυχές του προβλήματος, με αιχμή του δόρατος τη συνεχιζόμενη μαζική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών των Κυπρίων από την Τουρκία.
Η συνεχιζόμενη επιδρομμή της Τουρκίας κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας και η μαζική, συστηματική και κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών των Κυπρίων από τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής θα πρέπει να αποτελέσουν επί τέλους το βασικό άξονα της εξωτερικής μας πολιτικής. Μια τέτοια πολιτική θωρακίζεται επαρκώς από μεγάλο αριθμό διεθνών συμβάσεων και από αποφάσεις διεθνών δικαστικών οργάνων, τις οποίες δεν είναι εύκολο να αγνοήσει οποιοσδήποτε, νοουμένου βέβαια ότι θα αποτελούν με αταλάντευτη συνέπεια το θεμέλιο της πολιτικής και των χειρισμών μας.
Η πείρα έχει αποδείξει ότι καμιά χώρα, ούτε και αυτή η Τουρκία, δεν φτάνει μέχρι το σημείο να παραδεχτεί ότι προβαίνει σε ενέργειες που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Απόκειται, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό στη δική μας εξωτερική πολιτική να αξιοποιήσει σωστά και δυναμικά, με διεκδικητική συνέπεια, τα όπλα που μας προσφέρει η διεθνής έννομη τάξη.
Δεν έχουμε δικαίωμα να συνεχίσουμε να αυτοπεριορίζουμε τις δυνατότητές μας, όσο μικρές κι αν είναι. Η μόνη επιφύλαξη που όχι μόνον επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται, είναι η υποχρέωση να κάνουμε κάθε βήμα μετά από σοβαρή προετοιμασία και στηριγμένοι στην αξιολόγηση δεδομένων και προοπτικών, την οποία θα ετοιμάζει ομάδα από ειδικούς.
Θα ήταν αφέλεια να υποστηρίξει κάποιος ότι τα διεθνή σώματα μας περιμένουν με ανοικτές αγγάλες, για να μας δώσουν τα ψηφίσματα που ζητούμε. Θα ήταν όμως ασυγχώρητη ολιγωρία αν δεν προσπαθούσαμε έστω να χρησιμοποιήσουμε τις μεθόδους και τα μέσα που οι ίδιοι οι μεγάλοι επινόησαν. Θα αποτελούσε άλλη μια έκφραση πολιτικής ανεπάρκειας η εκ προοιμίου αυτοδέσμευσή μας για άλλη μια φορά, με τον απλοϊκό και σαφώς υποβολιμαίο συλλογισμό ότι, “είμαστε πολύ μικροί για να πετύχουμε ο,τιδήποτε”. Η απάντηση βρίσκεται στα λόγια του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη: «Εγώ, εγώ μονάχος έχω χρέος να σώσω τη γη. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω».
16 Οκτωβρίου 2000
Στέλιος Θεοδούλου,
Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
Πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου
Για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.