Loading...
ΚΡΑΤΟΣ, ΠΟΛΙΤΗΣ, ΔΙΚΑΙΟ

ΜΕΤΡΟ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Η ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

Όταν κάποιος μιλά για ανθρώπινα δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες, δεν αρκούν τα εύηχα σχήματα λόγου και οι τοποθετήσεις, οι εκπορευόμενες από σκοπιμότητες και σύνδρομα οσφυοκαμψίας. Η προάσπιση και προαγωγή των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου είναι πράξη, είναι τρόπος ζωής, είναι διαρκής αγώνας συνειδητά ελεύθερου πνεύματος.

Η έκταση και το πλαίσιο άσκησης των ελευθεριών και απόλαυσης των δικαιωμάτων δεν είναι επιτρεπτό να καθορίζεται αυθαίρετα, ούτε και να ερμηνεύεται σε συσχετισμό με συγκεκριμένα περιστατικά. Η ερμηνεία και ο καθορισμός της εννοιολογικής αλλά και της πρακτικής έκτασης της άσκησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών ακολουθεί την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος και διαμορφώνεται μέσα από τη βιωματική άσκηση της ελευθερίας, που είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση.

Η ελευθερία της έκφρασης εντάσσεται στην ομάδα των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που διασφαλίζουν και περιφρουρούν την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου. Είναι λοιπόν εκ προοιμίου δεδομένο πως δίνεται η μέγιστη δυνατή σημασία στην ελευθερία της έκφρασης, γιατί υπηρετεί, προασπίζει και προάγει το ανθρώπινο πνεύμα.

Ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης, όπως και των άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών είναι μεν δυνατός, αλλά πρέπει να εφαρμόζεται με πολλή προσοχή και με συνειδητό σταθερό στόχο τον αποκλεισμό καταπάτησης ή κατάργησής της. Κάθε προσπάθεια της Πολιτείας για υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης μπορεί να αιτιολογηθεί μόνο σε περιπτώσεις ανελεύθερων, φασιστικών καθεστώτων, όπου η εξουσία στηρίζεται στην ισχύ της βίας και όχι στη δημοκρατική θεωρία και πράξη. Είναι εξάλλου αποδεκτό πως η δόση αλήθειας και κριτικής που μια εξουσία μπορεί να αντέξει, αποτελεί και το μέτρο δημο- κρατίας που εφαρμόζει.

Το ερώτημα που έχει απασχολήσει αρκετές φορές την κοινή γνώμη τον τελευταίο καιρό είναι, σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να είναι ανεκτός ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης, στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων και, ειδικότερα, των μελών της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας. Η απάντηση, για οποιονδήποτε έχει αντιληφθεί το νόημα και την ουσία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου, είναι πολύ εύκολη και απλή: Αυτή καθαυτή η ελευθερία έκφρασης δεν υπόκειται και δεν είναι δυνατό και επιτρεπτό να υπόκειται σε οποιονδήποτε περιορισμό. Το μόνο στοιχείο που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης, με σκοπό την ενδεχόμενη εφαρμογή πειθαρχικών ή ποινικών διαδικασιών, είναι το περιεχόμενο της ελεύθερης έκφρασης του Νομικού Λειτουργού. Είναι αδιανόητη, απαράδεκτη, νομικά και πραγματικά εσφαλμένη και απόλυτα αντιδημοκρατική και ανελεύθερη η άποψη ότι, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο έκφρασης άποψης με επιλήψιμο περιεχόμενο από Λειτουργό της Νομικής Υπηρεσίας, θα πρέπει να καταργηθεί εκ προοιμίου το θεμελιακό δικαίωμά του στην ελευθερία έκφρασης.Τέτοια άποψη θα μπορούσε ίσως να επιβιώσει μέσα στο γενικό κλίμα του μεσαίωνα αλλά είναι αδύνατο να αντέξει σε μια σύγχρονη, δημοκρατική Πολιτεία.

Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και κρίσης για θέματα γενικού ενδιαφέροντος καθώς και η κριτική του τρόπου άσκησης της εξουσίας  δεν είναι απλά δικαίωμα, αλλά υποχρέωση και καθήκον για κάθε ελεύθερο άνθρωπο, για κάθε ενεργό πολίτη. Και είναι υποχρέωση και καθήκον από τη μια γιατί, κατά τον Ρήγα, “όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά” και από την άλλη γιατί, κατά τον Αριστοτέλη, “το ίσον το αντιπεπονθός σώζει τας πόλεις” (η ισότητα των αντίρροπων δυνάμεων σώζει τις πολιτείες), ενώ κατά τον Δημοσθένη, “δει τα βέλτιστ’ αντί των ηδέων λαμβάνειν” (πρέπει να προτιμούμε τα σωστά αντί τα ευχάριστα).

Αν και ανεπίτρεπτο, είναι ανθρώπινα κατανοητό να προσπαθεί η εξουσία να περιορίσει το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης, αφού αυτή είναι συνήθως το αντικείμενο της κριτικής. Οι εξουσίες είναι συνήθως ευτυχισμένες όταν κανένας δεν ασχολείται με τα λάθη, τις παραλείψεις και τις αυθαιρεσίες τους και θα χρησιμοποιούσαν σίγουρα κάθε τρόπο και ευκαιρία, για να σταματήσουν αυτοί οι “αναρχικοί” να τις ενοχλούν.

Αυτό που δεν είναι κατανοητό, αλλά αποτελεί αντίθετα επικίνδυνο και ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο, είναι η “ελαφρά τη καρδία” αποδοχή του περιορισμού του δικαιώματος για ελευθερία έκφρασης από σώματα και φορείς, που από τη φύση και τη θέση τους θα έπρεπε να αποτελούν προασπιστές και υπέρμαχους της υπεράσπισής του.

Η απροθυμία των πολλών να υπερασπίσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες όταν δοκιμάζονται, εξακολουθεί να αποτελεί, πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά την υιοθέτηση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τον κυριότερο παράγοντα για τη συνέχιση της παραβίασής τους. Καμιά εξουσία δεν θα τολμούσε να διανοηθεί έστω τον περιορισμό δικαιωμάτων και ελευθεριών, αν γνώριζε πως θα αντιμετώπιζε την άμεση, μαζική και αποφασιστική αντίδραση των οργανωμένων ομάδων αλλά και του συνόλου του λαού.

Πολλοί έχουν συνειδητά υιοθετήσει τη γνωστή ρήση, “η σιωπή είναι χρυσός”, αφού με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται στα σίγουρα η όποια αντιπαράθεση με την εξουσία. Θα έλεγα όμως ότι, η σιωπή μπορεί να είναι χρυσός, πολλές φορές όμως όχι γι’ αυτόν που σιωπά.

Στην ημικατεχόμενη Κύπρο μας, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες του λαού μας συνεχίζουν να παραβιάζονται από την Τουρκία για είκοσι τώρα χρόνια, στην Κύπρο με τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό και τη μακραίωνα δημοκρατική κληρονομιά, μπορώ μόνο να ευχηθώ, μεγαλύτερη ευαισθησία από τις εξουσίες, λιγότερες σκοπιμότητες από οργανωμένα σύνολα και φορείς και λιγότερη αδιαφορία και ανεκτικότητα από το λαό, σε θέματα προάσπισης και προαγωγής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών.

 

16 Ιανουαρίου, 1995

 

Στέλιος Θεοδούλου,

 Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

πρώην Πρόεδρος Παγκύπριου Συνδέσμου

για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Leave a Reply