Loading...
ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Συνέντευξη στη Σημερινή 10 Μαρτίου 2004

– Κύριε Θεοδούλου, πιστεύετε ότι διασφαλίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα μέσα από το σχέδιο Ανάν;

– Μετά από πολλή μελέτη και ανάλυση των προνοιών του, έχω καταλήξει στο οριστικό συμπέρασμα ότι το σχέδιο Ανάν δεν είναι συμβατό με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τόσο σε επίπεδο προάσπισης, όσο και σε επίπεδο προαγωγής τους. Ιδιαίτερα τονίζω ότι οι πρόνοιες του σχεδίου βρίσκονται σε καταφανή σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή έννομη τάξη που έχει διαμορφωθεί και εξελίσσεται στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Συμβούλιο της Ευρώπης και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

– Μήπως μπορείτε να αναφερθείτε σε συγκεκριμένες πρόνοιες που είναι, κατά την γνώμη σας, ασυμβίβαστες με τα ανθρώπινα δικαιώματα;

– Θα αναφέρω επιγραμματικά μερικές βασικές αρχές που παραβιάζονται με το σχέδιο:

Από το σχέδιο απουσιάζει η θεμελιακή έννοια της «δημοκρατικής αρχής» που αποτελεί υπόβαθρο κάθε σύγχρονου δημοκρατικού κράτους, αλλά και βασική, ιδρυτική δέσμευση και αξία των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το νέο κράτος που θα συσταθεί με βάση το σχέδιο Ανάν (γιατί περί νέου κράτους πρόκειται) θεμελιώνεται πάνω σε απόλυτα ρατσιστική βάση. Κάθε δικαίωμα ή υποχρέωση των πολιτών και κάθε λειτουργία του κράτους θα στηρίζεται στην εθνική τους καταγωγή, καθεστώς που βρίσκεται σε κάθετη αντίθεση με συγκεκριμένες διεθνείς συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών, ρητές ρυθμίσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Προνοείται σαφής παραβίαση των δικαιωμάτων ελευθερίας εγκατάστασης και διακίνησης, ρύθμιση αντίθετη με βασικές αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και απαράδεκτη για μια πραγματική ομοσπονδιακή δομή.

Ενώ η «κεντρική» εξουσία θα είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ολόκληρη την επικράτεια της «Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας» (θέση που συνάγεται από το γεγονός ότι της αναγνωρίζεται η «διεθνής προσωπικότητα») δεν φαίνεται να είναι σε θέση να επιβλέπει την πιστή εφαρμογή τους στις εδαφικές περιοχές των ομόσπονδων πολιτειών, ούτε και θα διαθέτει μηχανισμούς για την αποκατάσταση κάθε παραβίασης. Με τη ρύθμιση αυτή η «κεντρική» εξουσία μετατρέπεται σε απλό χρηματοκιβώτιο, από το οποίο θα καταβάλλονται αποζημιώσεις σε κάθε περίπτωση που η «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία» θα καταδικάζεται για παραβίαση δικαιωμάτων, χωρίς να έχει την εξουσία να επιβάλλει την εφαρμογή των σχετικών διεθνών κανόνων δικαίου στις συστατικές πολιτείες.

– Μήπως η λειτουργία της κεντρικής κυβέρνησης θα μπορούσε να απαμβλύνει τις αρνητικές αυτές συνέπειες;

– Απερίφραστα, όχι! Η πλασματική βίαιη συγκέντρωση ομοιογενούς πληθυσμού σε δυο γεωγραφικές περιοχές που δημιουργούνται τεχνητά και στηρίζονται στα αποτελέσματα του διαπιστωμένου διεθνούς εγκλήματος της Τουρκίας κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς το παραμικρό πολιτικό, κοινωνικό πολιτιστικό, ιστορικό, πληθυσμιακό, θρησκευτικό, νομικό, οικολογικό ή άλλο υπόβαθρο, οδηγεί σε ρυθμίσεις εκτρωματικές, χωρίς λογική, αλλά και χωρίς στέρεο υπόβαθρο.

Γι αυτό, για μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ομοσπονδία, χρειάζεται να εγκαθιδρυθούν αυστηρά συνενωτικοί θεσμοί και μηχανισμοί και να υπάρχει σαφής επίβλεψη της εφαρμογής και λειτουργίας τους από την κεντρική εξουσία, κυρίως σε ζητήματα σεβασμού και προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με σκοπό την απάμβλυνση των αρνητικών και χωριστικών στοιχείων και τάσεων. Δυστυχώς, όχι μόνο απουσιάζουν από το σχέδιο Ανάν τέτοιοι θεσμοί και μηχανισμοί, αλλά αντίθετα εισάγονται με αυτό ρυθμίσεις που διευρύνουν και παγιώνουν το διαχωρισμό του κυπριακού λαού στη βάση της εθνικής καταγωγής.

– Η αποζημίωση που προβλέπεται από το σχέδιο Ανάν για τις περιουσίες θα λέγατε ότι συνάδει με τα ανθρώπινα δικαιώματα;

– Αξίζει να αναφερθώ στο ευρύτερο προσφυγικό ζήτημα, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα επί μέρους θέματα ιδιοκτησίας και αποζημιώσεων. Ενδεικτικά αναφέρω τις ακόλουθες θέσεις των Ηνωμένων Εθνών οι οποίες παραβιάζονται κατάφωρα από τις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν:

Το δικαίωμα των προσφύγων και των εκτοπισμένων προσώπων για επιστροφή στα σπίτια τους αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα ως αυτοδίκαιο και αυτόνομο δικαίωμα. (πχ, SC Res. 1287 (2000), 1244 (1999), 1199 (1998), 1036 (1996), 971 (1995), 876 (1993), 820 (1993), GA Res. 51/126, 35/124 κά.).

Η διεθνής κοινότητα, στη Durban της Νοτίου Αφρικής, τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη του 2001, διακήρυξε-

«το δικαίωμα των προσφύγων για εθελοντική επιστροφή στα σπίτια και τις περιουσίες τους σε συνθήκες αξιοπρέπειας και ασφάλειας» και κάλεσε «όλες τις χώρες να διευκολύνουν την επιστροφή αυτή» (World Conference against Racism, Racial Discrimination, Xenophobia and Related Intolerance, Declaration, para. 65. – η υπογράμμιση δική μου).

Εξαιρετική προσοχή θα έπρεπε εξάλλου να είχε δοθεί από το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και την Κυπριακή ηγεσία στη ρητή θέση του διεθνούς οργανισμού που αναφέρεται στις περιπτώσεις «δευτερεύουσας κατοχής» κατοικίας (κατοίκησης τρίτου προσώπου σε κατοικία που ανήκει σε πρόσφυγα ή εκτοπισμένο), σύμφωνα με την οποία,

«Η δευτερεύουσα κατοχή δημιουργεί προκλήσεις στην αποκατάσταση της (διαδικασίας) στέγασης (των προσφύγων και εκτοπισμένων) και απαιτεί συναφή πολιτική λύση που να βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλες νομικές αρχές, με τις οποίες αναγνωρίζεται καθαρά η υπεροχή του δικαιώματος στέγασης και περιουσιακής αποκατάστασης του προσώπου που κατέχει το νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας» (E/CN.4/Sub.2/2002/17, 12.6.2002)

Το σχέδιο Ανάν παραβιάζει κατάφωρα αυτές τις αρχές και στερεί από τους Κύπριους πολίτες θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες. Πέρα από τη ρητή πρόνοια ότι ένας μεγάλος αριθμός Κυπρίων θα στερηθεί βίαια και «νόμιμα» την περιουσία τους, ακόμα και αυτή η αποζημίωση της, όπως θα υπολογιστεί, θα καταβληθεί με τη μορφή ομολόγων που θα είναι πληρωτέα σε δέκα με δεκαπέντε χρόνια, αν βέβαια εξευρεθούν τα τεράστια ποσά χρημάτων που θα απαιτηθούν. Κι όμως, βασικό προαπαιτούμενο σε κάθε περίπτωση ακόμα και νόμιμης στέρησης της περιουσίας πολίτη είναι η δίκαιη και άμεση αποζημίωση.

Με την ευκαιρία θεωρώ αναγκαίο να καταθέσω την κάθετα και απόλυτα αντίθετη γνώμη μου προς την άποψη που εκφράζεται από τον πρώην Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αλέκο Μαρκίδη, ότι η μαζική, αναγκαστική αφαίρεση της περιουσίας από τους εκτοπισμένους Ελληνοκύπριους ισοδυναμεί με την απαλλοτρίωση περιουσίας από το κράτος, για κατασκευή π.χ. ενός δρόμου.

Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διέπουν τον περιορισμό στην απόλαυση ενός δικαιώματος, αλλά και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο παράγοντας που εξετάζεται, και μάλιστα διεξοδικά, για να θεωρηθεί ως νόμιμη η αναγκαστική αφαίρεση περιουσίας, είναι ο σκοπός για τον οποίο αφαιρείται.

Στην περίπτωση απαλλοτριώσεων για κατασκευή δρόμου είναι προφανής η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, για διευκόλυνση της διακίνησης του συνόλου των πολιτών. Στην περίπτωση της αναγκαστικής αφαίρεσης της περιουσίας των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων με βάση το σχέδιο Ανάν, ο σκοπός που εξυπηρετείται είναι η «νόμιμη» ολοκλήρωση του εθνικού ξεκαθαρίσματος που έχει επιβάλει δια της επιδρομής της η Τουρκία στις κατεχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και η πλασματική δημιουργία ενιαίας γεωγραφικής περιοχής στην οποία, με ρατσιστικές μεθόδους, θα απαγορεύεται η εγκατάσταση, ίσως και η διακίνηση, του νόμιμου ιδιοκτήτη της περιουσίας, κατά παράβαση ρητών διατάξεων διεθνών συμβάσεων.

– Σε περίπτωση που δεν αποδέχεται κάποιος πολίτης την υποχρεωτική αποζημίωση για την περιουσία του, θα μπορεί να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων;

– Πρωτοφανείς θα πρέπει να χαρακτηριστούν οι πρόνοιες του άρθρου 5 των Ρυθμίσεων για Άσκηση των Δικαιωμάτων Περιουσίας, σύμφωνα με τις οποίες:

(α) Τερματίζονται όλες οι δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες που σχετίζονται με «επηρεαζόμενες» περιουσίες (άρθρο 5(1) του Προσαρτήματος VII).

(β) Το «κοινό κράτος» και οι συστατικές πολιτείες θα ζητήσουν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να τερματίσει όλες τις διαδικασίες σε σχέση με υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του και αφορούν σε «επηρεαζόμενες» περιουσίες, σύμφωνα με το άρθρο 37 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (άρθρο 5(2) του Προσαρτήματος VII).

Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αφορούν σε ατομικές προσφυγές Κυπρίων πολιτών και η παρέμβαση τρίτων δεν είναι δυνατό να τερματίσει τις σχετικές διαδικασίες. Εξάλλου, κάθε τέτοια απόφαση ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 37 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη δυνατότητα του «κοινού κράτους» και των συστατικών πολιτειών να παρέμβουν στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αυτό που μετρά και αξίζει να προβληματίσει την πολιτική μας ηγεσία είναι η νοοτροπία των συντακτών του σχεδίου και η μεγάλη τους απόσταση από το Ευρωπαϊκό πλέγμα αρχών και κανόνων περί προάσπισης και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και η αρνητική στάση τους απέναντι σε απλούς πολίτες που διεκδικούν, μέσα από την Ευρωπαϊκή έννομη τάξη, τα δικαιώματα τους.

Θεωρώ τη συγκεκριμένη πρόνοια ως απόλυτα απαράδεκτη, ιδιαίτερα για χώρα Ευρωπαϊκή και, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στα σημεία που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εγείρει για βελτίωση του σχεδίου.

Γενικά, το σχέδιο κρίνεται ως ιδιαίτερα ανεπαρκές σε θέματα σεβασμού, προάσπισης, ιδιαίτερα δε της προαγωγής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ εισάγει καθεστώς ανισότητας, δυσμενούς διάκρισης και στέρησης βασικών δικαιωμάτων σε μόνιμη βάση. Εμφαντικά σημειώνεται ότι από το σχέδιο απουσιάζει παντελώς η αρχή της αποκατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κυπρίων που έχουν παραβιαστεί κατάφωρα και συστηματικά λόγω της Τουρκικής επιδρομής και συνεχιζόμενης κατοχής εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

– Το νομικό καθεστώς των βρετανικών βάσεων ενισχύεται με το σχέδιο Ανάν, ή υποβαθμίζεται;

– Δυστυχώς, η ικανότατη «παρασκηνιακή» βρετανική διπλωματία είχε κινηθεί δραστήρια κατά τη διαμόρφωση, τόσο της συνθήκης προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και του σχεδίου Ανάν, για διασφάλιση της παρουσίας και των «δικαιωμάτων» τους στο κυπριακό έδαφος.

Η Βρετανία έχει πετύχει ότι η δική μας διαπραγματευτική ομάδα είχε τότε αποδεχτεί χωρίς συζήτηση, ότι δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση εντάσσεται ολόκληρη η επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, εξαιρουμένων των περιοχών που ελέγχονται από τις βρετανικές στρατιωτικές βάσεις. Έτσι, οι κανόνες της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης δεν θα τυγχάνουν εφαρμογής ούτε στους Κύπριους πολίτες που κατοικούν στις περιοχές που ελέγχονται από τις βρετανικές βάσεις, ούτε στους Κύπριους και ξένους που διέρχονται μέσα από τα εδάφη αυτά.

– Μπορεί, σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία να προσβάλει τη συμφωνία που αφορά στις βρετανικές βάσεις; Θα μπορεί μετά την τυχόν επίτευξη λύσης να κάνει κάτι τέτοιο;

– Όπως έχω επανειλημμένα τεκμηριώσει σε σχετικά δημοσιεύματα μου, το καθεστώς των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο και, κατ’ επέκταση οι σχετικές διεθνείς συμφωνίες που τις έχων εγκαθιδρύσει, είναι παράνομα κατά το διεθνές δίκαιο. Κατά συνέπεια έχω την ισχυρή άποψη ότι τυχόν απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας για προσβολή της νομιμότητας των συμφωνιών αυτών θα ήταν επιτυχής.

Δυστυχώς το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι το ίδιο επιτυχές μετά την τυχόν εφαρμογή του σχεδίου Ανάν, γιατί υπάρχει σε αυτό ρητή πρόνοια για επαναβεβαίωση και μάλιστα αναβάθμιση των συμφωνιών. Κατά συνέπεια, με την αποδοχή και εφαρμογή του σχεδίου Ανάν, οι Κύπριοι παραχωρούν, με την υπογραφή τους, τα εδάφη που ελέγχονται από τις βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στη Βρετανία, οριστικά και νόμιμα, με επικύρωση της παραχώρησης αυτής από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

10 Μαρτίου 2004

 

 

Στέλιος Θεοδούλου,

Νομικός,

Πρόεδρος Παγκύπριου Συνδέσμου

Για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Leave a Reply