Α΄ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είναι σε γενικές γραμμές γνωστές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες η Κύπρος σύρθηκε στην υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου. Προσωπικά έχω την αίσθηση ότι, πέρα από τα όσα εκπληκτικά έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα για το βρώμικο παρασκήνιο των συμφωνιών αυτών, υπάρχουν ακόμα αρκετά να αποκαλυφθούν, ίσως πιο εκπληκτικά και απαράδεκτα. Σύμφωνα με την ικανοποιητικά τεκμηριωμένη άποψη ορισμένων ερευνητών, τα όσα συμφωνήθηκαν, επιβλήθηκαν ή εξασφαλίστηκαν στο τότε στεγανό παρασκήνιο, χάρασσαν με αρκετή βεβαιότητα και σαφήνεια την τραγική πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, όχι μέχρι το 1974 μόνο, αλλά μέχρι την όποια τελική κατάληξη του Κυπριακού κράτους, στο σύντομο ή απώτερο μέλλον. Για τον προσεκτικό μελετητή τα αναγκαία στοιχεία για την τελική εφαρμογή του όποιου σχεδίου είχε τότε προωθηθεί βρίσκονται πίσω από τις γραμμές και μέσα στις ρυθμίσεις του “πακέτου” των συνθηκών που είχαν υπογραφεί και του Κυπριακού Συντάγματος. Ίσως ακόμα ο ρόλος που έχει διαδραματίσει καθεμιά από τις “εγγυήτριες δυνάμεις” στο διεθνές έγκλημα που διαπράχθηκε το 1974 από την Τουρκία κατά της Κύπρου να συνιστά πρακτική έκφραση των συμφωνημένων “κρυφών” στοιχείων που ενυπάρχουν στις συνθήκες και το Κυπριακό Σύνταγμα.
Αυτά ως αναγκαίο πολιτικό υπόβαθρο που καθορίζει και σκιαγραφεί τη βάση της ερμηνευτικής προσέγγισης την οποία κάθε Κύπριος νομικός ακολουθεί ή θα έπρεπε να ακολουθεί όταν ασχολείται με τη συνθήκη εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Β΄ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ
Το 1878 η Κύπρος και ο κυπριακός λαός εισέρχονταν σε μια νέα φάση κατοχής, με νέους “αφέντες” να αποφασίζουν για την τύχη και το μέλλον του νησιού και να εκμεταλλεύονται το μόχθο των κατοίκων και τον πλούτο της γης του. Μετά από σχετική συμφωνία και έναντι καταβολής ενοικίου (!) η Τουρκία παραχώρησε την Κύπρο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με το βρετανικό μονομερές Περί Κύπρου (Προσάρτηση) Διάταγμα εν Συμβουλίω της 5.11.1914, η Κύπρος μετατράπηκε σε αποικία του Ηνωμένου Βασιλείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τη Διεθνή Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 η Τουρκία είχε παραιτηθεί από οποιαδήποτε δικαιώματα ή βλέψεις σχετικά με την Κύπρο.
Ως αποτέλεσμα του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων και της διεθνούς τάσης που είχε αρχίσει να διαπλάθεται για απόρριψη της αποικιοκρατίας η Βρετανία αποδέχτηκε την ιδέα της παραχώρησης ανεξαρτησίας στους Κυπρίους. Αντί όμως να αρχίσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ Κυπρίων και της βρετανικής κυβέρνησης για καθορισμό των όρων τερματισμού της κατοχής του νησιού από τους Βρετανούς, άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Στις 11.2.1959, οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας, στην απουσία των Κυπρίων, κατάληξαν στη Ζυρίχη σε “κοινά αποδεκτό” κείμενο συμφωνίας για λύση του κυπριακού.
Στο τελικό κείμενο της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι Βρετανοί φρόντισαν να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα σε βάρος της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Δεν παράλειψαν οι Βρετανοί να “βαφτίσουν” τις στρατιωτικές βάσεις που είχαν εξασφαλίσει ως “κυρίαρχες” και να συμπεριφέρονται ανάλογα από το 1960 μέχρι σήμερα έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας και των πολιτών της. Στην πραγματικότητα, οι Βρετανοί πίστευαν και πιστεύουν ότι το έδαφος των βάσεων τους ανήκει και ότι κάθε πρόσωπο που θα βρεθεί σ’ αυτές είναι σαν να βρίσκεται σε βρετανικό έδαφος. Το περίεργο είναι ότι ποτέ δεν ασχολήθηκαν (φανερά τουλάχιστον) με τη νομική υπόσταση του εκτρωματικού κατασκευάσματος των βάσεών τους στην Κύπρο και δεν υπάρχει βρετανική νομική αιτιολόγηση της υπόστασης των βάσεων όπως οι ίδιοι οι Βρετανοί τη θέλουν και την προβάλλουν.
Γ΄ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Για τριανταπέντε τώρα χρόνια οι Κύπριοι, κυβέρνηση, οργανωμένα πολιτικά και κοινωνικά σύνολα και λαός (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, που απλά επιβεβαίωναν τον κανόνα), θεωρούν απόλυτα και αναντίλεκτα δεδομένη την κυριαρχία των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο. Στην πραγματικότητα αποδεχόμαστε ως νόμιμη και συμβατικά δεσμευτική για μας την άσκηση κυριαρχίας από τους Άγγλους, στο βαθμό και την έκταση που οι Άγγλοι αποφάσιζαν να την ασκήσουν σε κάθε δεδομένη στιγμή και περίσταση. Δεν έχω εντοπίσει περίπτωση που να έχει αμφισβητηθεί επίσημα οποιαδήποτε ενέργεια των Βρετανών ως υπέρβαση των εξουσιών τους που πηγάζουν από τη συνθήκη. Αυτή η συμπεριφορά των Κυπρίων φαίνεται να στηρίζεται, κατά κύριο πιστεύω λόγο, σε μια ακατανόητη νοοτροπία “υποτέλειας” προς τους πρώην κατακτητές.
Τα πλαίσια της έκτασης των δικαιωμάτων και εξουσιών των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων έχουν σκιαγραφηθεί αδρομερώς στο Παράρτημα “Ο” της συνθήκης εγκαθίδρυσης, που αναφέρεται στη βρετανική εκδοχή σχετικά με το εύρος αυτών των δικαιωμάτων και εξουσιών. Στο Παράρτημα “Ο” αναφέρονται ρητά, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
Παράγραφος 1: Η κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας διακηρύσσει ότι οι κύριοι στόχοι της είναι …..
(1) Αποτελεσματική χρήση των κυρίαρχων περιοχών των βάσεων ως στρατιωτικών βάσεων.
(2) Πλήρης συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία.
(3) Προστασία των συμφερόντων όσων κατοικούν ή εργάζονται στις κυρίαρχες περιοχές των βάσεων.
Παράγραφος 2: Η κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας διακηρύσσει περαιτέρω ότι η πρόθεσή της είναι …..
(ι) Να μην αναπτύξει τις κυρίαρχες περιοχές των βάσεων για άλλους σκοπούς, εκτός από στρατιωτικούς, και
(ιι) Να μην εγκαθιδρύσει και λειτουργήσει αποικίες.
Πρόσθετα, απαριθμούνται στο ίδιο παράρτημα μια σειρά από περιορισμούς που από μόνοι τους θα μπορούσαν να προσδιορίσουν το καθεστώς των βρετανικών βάσεων. Σε γενικές γραμμές οι περιορισμοί αναφέρονται στον αποκλεισμό δημιουργίας πολιτικών ή εμπορικών λιμανιών και αεροδρομίων καθώς και εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, ενώ αποκλείεται ο επιβλαβής επηρεασμός της οικονομικής, εμπορικής ή βιομηχανικής ενότητας της Κύπρου. Αποκλείεται εξάλλου η δημιουργία ταχυδρομικών, τελωνειακών ή άλλων συνόρων μεταξύ των βάσεων και της Κυπιακής Δημοκρατίας, καθώς και η απαλλοτρίωση ιδιωτικής περιουσίας στις περιοχές των βάσεων, με εξαίρεση την απαλλοτρίωση για καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς και με την ανάλογη, φυσικά, αποζημίωση.
Ρητά προνοείται επίσης ότι οι νόμοι της Κυπριακής Δημοκρατίας θα εφαρμόζονται για τους Κύπριους που κατοικούν στις περιοχές των βάσεων, ενώ στην αρμοδιότητα και εξουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας υπάγονται θέματα ιδιοκτησίας και συντήρησης αρχαιοτήτων, τελωνείων, φόρων και τελών, μεταλλείων, κτηματολογίου, εμπορίου, βιομηχανίας, συγκοινωνιών και εργασίας.
Στο Παράρτημα “Ο” απαριθμούνται επίσης σειρά θεμάτων τα οποία ρυθμίζονται με συμφωνία των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας και των βάσεων, ενώ στο κείμενο της συνθήκης υπάρχουν σημεία από τα οποία προκύπτουν, άμεσα ή έμμεσα, και άλλοι περιορισμοί στο δικαίωμα των Βρετανών να ασκούν διοίκηση στις περιοχές των βάσεων. Σημαντικότατη είναι η πρόνοια της υποπαραγράφου (17) της παραγράφου 3 του Παραρτήματος “Ο” της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, δυνάμη της οποίας παρέχονται εξουσίες στους Επάρχους της Δημοκρατίας, να ασκούν διοικητικές αρμοδιότητες στο έδαφος των βάσεων.
Δ΄ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Ο όρος “κυριαρχία” (sovereignty) αναφέρεται στις εξουσίες που ασκούνται από ένα αυτόνομο κράτος, τόσο στις σχέσεις του με άλλα κράτη όσο και πάνω στους πολίτες του[1]. Στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου το κυρίαρχο κράτος είναι ανεξάρτητο και ελεύθερο από οποιονδήποτε εξωτερικό έλεγχο, απολαμβάνει πλήρη νομική ισότητα με τα άλλα κράτη, έχει απόλυτο έλεγχο στην επικράτειά του, επιλέγει το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό του σύστημα και έχει εξουσία να συνάπτει συνθήκες με άλλα κράτη.
Οι έννοιες “κράτος” και “κυριαρχία” είναι πολύ στενά συνδεδεμένες. Έχουν αναπτυχθεί μαζί ιστορικά και εξακολουθούν σήμερα να προσδιορίζουν μια συγκεκριμένη, συγκροτημένη σημασία όταν εκφράζονται μαζί[2]. Όλες σχεδόν οι πολιτικές φιλοσοφίες δέχονται ότι η κυριαρχία αποτελεί την “σφραγίδα” του κράτους.
Είναι κατά συνέπεια αυτονόητο ότι η κυριαρχία στο πλαίσιο του διεθνούς ή του δημόσιου δικαίου συνυπάρχει και συμβαδίζει με την έννοια του κράτους. Δεν νοείται κυριαρχική εξουσία χωρίς την ύπαρξη κράτους. Σύμφωνα μάλιστα με την κρατούσα διεθνώς άποψη, η κυριαρχία του κράτους πηγάζει και εκπορεύεται από το λαό του, ο οποίος διαθέτει την πρωτογενή αυτόνομη κυριαρχία που είναι σύμφυτη με την κοινωνική ομαδοποίηση του ανθρώπου.
Στο ερώτημα, κατά πόσο ο χαρακτηρισμός μιας οντότητας βασισμένης σε εδαφική περιοχή ως κυρίαρχης, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που έχουν προαναφερθεί, μπορεί από μόνος του να προσδώσει κρατική κυριαρχία στην οντότητα αυτή, η απάντηση θα πρέπει να είναι απερίφραστα αρνητική.
Ε΄ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΣ;
Έχοντας ως υπόβαθρο τα όσα έχω αναφέρει, θα πρέπει να εξεταστεί η νομική υπόσταση των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο με πρώτο και σαφώς καθοριστικό ερώτημα, κατά πόσο αποτελούν κράτος.
Σύμφωνα με τη διεθνώς παραδεκτή και απόλυτα επικρατούσα νομική ερμηνεία, κράτος είναι μια πολιτική οντότητα η οποία συγκεντρώνει αθροιστικά τα ακόλουθα χαρακτηριστικά στοιχεία:
α. Εδαφική επικράτεια
β. Λαό
γ. Κυβέρνηση
δ. Κυριαρχία
Χωρίς αμφιβολία οι βρετανικές βάσεις δεν διαθέτουν (και δεν συστάθηκαν για να έχουν) κανένα από τα πιο πάνω στοιχεία, για τους ακόλουθους λόγους:
α. Δεν διαθέτουν αυτόνομη εδαφική επικράτεια, γιατί ο έλεγχός που ασκείται στις εδαφικές περιοχές τους περιορίζεται σε απλή “χρήση” (use) για “καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς”. Πρόσθετα, ακόμα και η χρήση αυτών των περιοχών για τους απόλυτα καθορισμένους στρατιωτικούς σκοπούς, περιορίζεται σημαντικά από τις πρόνοιες του Παραρτήματος “Ο” αλλά και από άλλα σημεία της συνθήκης εγκαθίδρυσης. Πέρα όμως από τους περιορισμούς, στο Παράρτημα “Ο” προνοείται ρητά η άσκηση εξουσίας από τις δημόσιες υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας στο έδαφος των βάσεων για διάφορα θέματα δημόσιας διοίκησης, ακόμα και για την έκδοση αδειών και την είσπραξη δημόσιων εσόδων (φόροι, τέλη κ.λ.π.). Το σημείο όμως που θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη, είναι το γεγονός ότι η ύπαρξη και λειτουργία των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στη συμβατική σχέση της Βρετανίας με την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν έχουν οι βάσεις αυτόνομη νομική υπόσταση, που να στηρίζεται σε έγκυρα και νόμιμα θεμέλια της διεθνούς νομιμότητας. Αντίθετα, τα δικαιώματα και οι εξουσίες που αναγνωρίζονται από τη συνθήκη στις βρετανικές στρατιωτικές βάσεις περιγράφονται περιοριστικά και είναι φανερό ότι παραχωρούνται από την Κυπριακή Δημοκρατία.
β. Δεν διαθέτουν λαό. Τα πρόσωπα που κατοικούν ή διαμένουν στις εδαφικές περιοχές των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: Τους κύπριους πολίτες, οι οποίοι βρίσκονται κάτω από την κυριαρχική εξουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και τους Βρετανούς στρατιωτικούς, οι οποίοι υπηρετούν στα πλαίσια της λειτουργίας των βάσεων. Είναι κατά συνέπεια νομικά αυταπόδεικτο, ότι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις δεν διαθέτουν λαό.
γ. Δεν Διαθέτουν κυβέρνηση, αλλά μόνο στρατιωτική διοίκηση.
δ. Δεν διαθέτουν κυριαρχία ως αποτέλεσμα της απουσίας των τριών πρώτων στοιχείων, που τους αφαιρούν αυτόματα την υπόσταση του κράτους το οποίο και μόνο, όπως έχει ήδη εξηγηθεί, μπορεί να έχει και να ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα στα πλαίσια του διεθνούς και δημόσιου δικαίου.
Είναι, συνεπώς, σαφές ότι οι βάσεις δεν είναι κράτος[3].
Στ΄ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΑΠΟΙΚΙΑ;
Αν και εκ πρώτης όψεως ηχεί ως υπερβολή, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο να έχουν οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις τη νομική υπόσταση αποικίας. Η νομική προσέγγιση του ερωτήματος αυτού δεν μπορεί και δεν πρέπει να στηριχτεί στους όρους που έχουν χρησιμοποιηθεί στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, αλλά θα πρέπει να λάβει υπόψη την πραγματική και νομική κατάσταση που διέπει την ύπαρξη και λειτουργία των βάσεων και τη σχέση τους με το αυτόνομο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας, την επικράτειά του και την κυριαρχία του, καθώς και τις αρχές του αναγκαστικού διεθνούς δικαίου.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί η Βρετανία είχε προσαρτήσει την Κύπρο στην επικράτειά της, ασκώντας μονομερώς επιβληθείσα πολιτειακή κυριαρχία στο νησί στις 5 Νοεμβρίου, 1914 με το βρετανικό μονομερές Περί Κύπρου (Προσάρτηση) Διάταγμα εν Συμβουλίω. Είναι γνωστό βέβαια ότι η προσάρτηση αυτή υπήρξε αποτέλεσμα “αγοράς” της Κύπρου και του λαού της (!) από την Τουρκία, προηγούμενο κατακτητή του νησιού.
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, προσάρτηση είναι η πράξη με την οποία ένα κράτος επεκτείνει μονομερώς την κυριαρχία του πάνω σε εδαφική περιοχή εκτός των συνόρων του και στην προκείμενη περίπτωση, πάνω στην επικράτεια της Κύπρου. Στο στάδιο αυτό δεν θα εξεταστεί σε βάθος η νομιμότητα της προσάρτησης εδάφους. Αρκεί μόνο να αναφερθεί ότι από το 1945, με τη δημιουργία των Ηνωμένων Εθνών, η προσάρτηση άρχισε να θεωρείται ως ασυμβίβαστη με την έννοια της διεθνούς νομιμότητας.
Στο άρθρο 1 του APPENDIX A της συνθήκης εγκαθίδρυσης καθορίζεται η εδαφική έκταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αντίστοιχη των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων. Το άρθρο αυτό έχει ως ακολούθως:
” The territory of the Republic of Cyprus shall comprise the island of Cyprus, together with the islands lying off its coast, with the exception of the two areas defined in Annex A to this treaty, which areas shall remain under the sovereignty of the United Kingdom. These areas are in this Treaty and its Annexes referred to as the Akrotiri Sovereign Base Area and the Dhekelia Sovereign Base Area.”
(Η επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας θα περιλαμβάνει την νήσο Κύπρο, μαζί με τις νησίδες που βρίσκονται στις ακτές της, με εξαίρεση τις δυο περιοχές που προσδιορίζονται στο Annex A της συνθήκης, οι οποίες περιοχές θα παραμείνουν κάτω από την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου….)
Το άρθρο αυτό, μαζί με το πανομοιότυπο λεκτικό του Περί Κύπρου Διατάγματος της Βασίλισσας της Αγγλίας, του 1960 και τις λοιπές σχετικές αναφορές που βρίσκουμε στο κείμενο της συνθήκης εγκαθίδρυσης συνιστούν το θεμέλιο της νομικής υπόστασης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τα εδάφη των περιοχών που προσδιορίζονται στο Annex A της Συνθήκης θα παραμείνουν κάτω από την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι λέξεις “θα παραμείνουν” συνιστούν νομικό όρο και παραπέμπουν στη νομική διαδικασία διαδοχής της κρατικής εξουσίας πάνω στα εδάφη αυτά. Έτσι, δυνάμει της Συνθήκης, από το σύνολο των εδαφών της νήσου Κύπρου τα οποία αποτελούσαν αποικία και τελούσαν υπό την αποικιακή κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν επιστραφεί στην Κυπριακή Δημοκρατία μόνον τα εδάφη που βρίσκονται εκτός των δύο καθορισμένων περιοχών που προσδιορίζονται στο Annex A και που θα παραμείνουν κάτω από την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου. Πιο συγκεκριμένα, η “μεταβίβαση της κυριαρχίας” από τη Βρετανία στην Κυπριακή Δημοκρατία αφορούσε όλη τη γεωγραφική έκταση της Κύπρου, εκτός από τις δυο καθορισμένες εδαφικές περιοχές των βάσεων.
Κατά τη γένεση λοιπόν της Κυπριακής Δημοκρατίας η αποικιακή δύναμη είχε παραχωρήσει ανεξαρτησία στο λαό της νήσου Κύπρου, αναφορικά μόνο με τη γεωγραφική έκταση του νησιού που βρισκόταν εκτός των δύο περιοχών των βάσεων και οι οποίες θα συνέχιζαν να βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, άρα θα συνέχιζαν να διέπονται από το προηγούμενο καθεστώς τους.
Με την άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνούν και οι ίδιοι οι βρετανοί, αφού μετά από μελέτη είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι περιοχές των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο θα μπορούσαν να ενταχθούν σε διεθνείς οργανισμούς (όπως, π.χ. την ΟΥΝΕΣΚΟ) ως εξαρτώμενες βρετανικές περιοχές[4]. Το καθεστώς όμως αυτό των “εξαρτώμενων βρετανικών περιοχών”, την ευθύνη για τις διεθνείς σχέσεις των οποίων είχε το βρετανικό κράτος, ήταν ακριβώς το βρετανικό αποικιακό καθεστώς όπως είχε εφαρμοστεί σε όλες τις βρετανικές αποικίες. Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό πώς είναι δυνατό να έχουν “διεθνείς σχέσεις” και μάλιστα με διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι η ΟΥΝΕΣΚΟ, οι βάσεις που έχουν συσταθεί για καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς.
Ενδεικτικό της σύγχυσης που είχε επικρατήσει στις βρετανικές αρμόδιες υπηρεσίες αλλά και ιδιαίτερα αποκαλυπτικό της υπόστασης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο, είναι και το ακόλουθο σημείωμα του Φόρεϊν Όφις[5]:
“Οι κυρίαρχες βρετανικές βάσεις, σύμφωνα με τη Συνθήκη, παραμένουν βρετανικό έδαφος και για λόγους διεθνών υποθέσεων θα είναι σαν “αποικίες” αν και εσωτερικά η Δημοκρατία θα εφαρμόζει πολλές από τις κυβερνητικές της αρμοδιότητες. Για πολιτικούς λόγους όμως θα αποφεύγεται η λέξη “αποικία”. Για τους ίδιους λόγους, το υπεύθυνο τμήμα στο Whitehall δεν θα είναι το Γραφείο Αποικιών αλλά το Υπουργείο Αεροπορίας”.
Είναι λοιπόν, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, βάσιμο το επιχείρημα ότι το καθεστώς προσάρτησης (annexation) του εδάφους της Κύπρου από τη Βρετανία συνεχίζεται, με τη Βρετανία να ασκεί (όπως υποστηρίζει η ίδια) κρατική κυριαρχία εκτός των συνόρων της και πάνω στα εδάφη που ανήκουν στην εδαφική επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η προσάρτηση όμως δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμη από το διεθνές δίκαιο, αφού σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών η άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης από τους κατοίκους μιας επικράτειας είναι η μόνη έννομη οδός για τη μεταβίβαση της επικράτειας και τη συνεπακόλουθη άσκηση κρατικής κυριαρχίας.
Ζ΄ ΚΑΤΑΛΟΙΠΟ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η εισήγηση ότι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις αποτελούν αποικίες ακούγεται αρκετά τολμηρή αν και αξίζει να διερευνηθεί με κάθε σοβαρότητα από το νομικό κόσμο της Κύπρου. Δεν είναι επιτρεπτό να απορρίπτεται εκ προοιμίου κάποια νομική προσέγγιση επειδή ηχεί τολμηρή. Στην τραγική θέση που έχει περιέλθει η Κύπρος δεν υπάρχουν περιθώρια για απόλυτες θέσεις και επίδειξη προκλητικής παντογνωσίας από την πολιτική μας ηγεσία και το επίσημο κράτος. Χρειάζεται να αντιληφθούμε επιτέλους πως μόνο με συλλογική προσπάθεια μπορούμε να φθάσουμε στα κατά το δυνατόν ορθότερα συμπεράσματα και να προτείνουμε τις εγκυρότερες δυνατές λύσεις σε γενικά ή ειδικότερα προβλήματα. Στη σύγχρονη δημοκρατική αντίληψη δεν χωρεί η θεωρία του “αλάθητου”. Ισχύει μόνον ο διάλογος.
Αναλύοντας λοιπόν τη βάση και τη διαδικασία της εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και την καθαρά νομική πράξη της άσκησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης από τον κυπριακό λαό, έχω τολμήσει να προτείνω ότι οι βάσεις δυνατόν να συνιστούν αποικίες.
Αναλύοντας τώρα συνολικά τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης διαπιστώνουμε ότι τα δικαιώματα των Βρετανών δεν περιορίζονται στα όρια των στρατιωτικών βάσεων και των άλλων επίσημων εδαφικών περιοχών οι οποίες είχαν παραχωρηθεί για χρήση από αυτούς. Στην πράξη ολόκληρο το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο εναέριος χώρος της και τα χωρικά της ύδατα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς περιορισμούς (without restriction) από τους Βρετανούς, για τις στρατιωτικές τους ανάγκες. Τα “δικαιώματα” αυτά επιβάλλονται από τη Συνθήκη σε βάρος της αυτονόητης και αυθύπαρκτης κυριαρχίας του κυπριακού κράτους[6].
Το καθεστώς αυτό της επιβολής από πρώην αποικιακή δύναμη περιορισμών στην απόλυτη κυριαρχία της ανεξάρτητης κυπριακής πολιτείας δεν είναι άγνωστο στο διεθνές δίκαιο, πολύ δε περισσότερο στη διεθνή πρακτική. Αντίθετα, η συμπεριφορά αυτή των πρώην αποικιακών δυνάμεων έχει μελετηθεί στα πλαίσια του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, έχει αξιολογηθεί και έχει αναγνωριστεί ως ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ανεξαρτησία των πρώην αποικιών. Η κατάσταση λοιπόν αυτή είναι γνωστή με τον όρο “κατάλοιπο αποικιοκρατίας”.
Σύμφωνα με τους αποδεκτούς σήμερα Κανόνες του διεθνούς δικαίου, στις περιπτώσεις διαδοχής κράτους (γένεσης νέου κράτους από προηγούμενο, με διαφορετική υπόσταση), έχει καταστεί αναγκαία η υιοθέτηση προνοιών οι οποίες θα εμποδίζουν την επιβολή υποχρεώσεων στο νέο κράτος, που πηγάζουν από την προηγούμενη αποικιακή του υπόσταση[7].
Θα πρέπει να τονιστεί ότι, ιδιαίτερα μέσα στα πλαίσια του ψηφίσματος 1514 (XV) του Δεκέμβρη του 1960, όλα τα δικαιώματα που επιβάλλουν “κυριαρχία” ή “κυριότητα” πάνω σε αποικιακό έδαφος έχουν τερματιστεί, στην έκταση που συγκρούονται με το δικαίωμα του λαού που βρισκόταν κάτω από αποικιακή διοίκηση, για αυτοδιάθεση. Κάτω από τη νέα διεθνή τάξη, όλα τα πρώην αποικιακά δικαιώματα, τα οποία πηγάζουν από τους Κανόνες του απηρχαιωμένου διεθνούς δικαίου, έχουν παύσει να υφίστανται[8].
Στην περίπτωση της Κύπρου υπάρχουν πρόσθετοι νομικοί και πραγματικοί λόγοι, για να έχουν παύσει τα δικαιώματα των Βρετανών που πηγάζουν από τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης. Θα επιχειρήσω, αν και το θέμα ανάγεται περισσότερο στη σφαίρα της πολιτικής και λιγότερο της νομικής, να απαριθμήσω επιγραμματικά μερικούς:
- Η άσκηση των δικαιωμάτων των Βρετανών, όπως περιγράφονται και απαριθμούνται στη Συνθήκη, περιορίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα και την ανάπτυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε βαθμό που να συγκρούεται με το δικαίωμα του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση.
- Η άσκηση των πιο πάνω δικαιωμάτων από τους Βρετανούς, περιορίζει και παραβιάζει σε σημαντικό βαθμό τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες Κυπρίων πολιτών.
- Η Βρετανία έχει παραβεί ρητές πρόνοιες της Συνθήκης, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργήσει το δικαίωμα στην Κυπριακή Δημοκρατία να καταγγείλει την μεταξύ τους σύμβαση, χωρίς αυτό να μπορεί να ερμηνευτεί και ως εγκατάλειψη ή καταγγελία ή με οποιοδήποτε τρόπο υποβάθμιση του κυπριακού Συντάγματος[9].
Είναι λοιπόν φανερό ότι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο συνιστούν, κατά πάσα πιθανότητα, κατάλοιπο αποικιοκρατίας και είναι, κατά συνέπεια, παράνομες με βάση το ισχύον διεθνές δίκαιο. Το συμπέρασμα αυτό δεν αποκλείει το νομικό ενδεχόμενο να αποτελούν οι βρετανικές βάσεις αυτούσιες αποικίες.
Η΄ ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ;
Αφού οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο δεν είναι κράτος και δεν είναι, σύμφωνα με την άποψη μερικών νομικών αποικία, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον αποτελούν προέκταση του βρετανικού μητροπολιτικού χώρου. Η απάντηση θα πρέπει και πάλιν να είναι αβίαστα αρνητική για πολλούς λόγους, μερικοί από τους οποίους είναι και οι ακόλουθοι:
α. Η βρετανική κυβέρνηση δεν ασκεί κατ’ ευθείαν διοίκηση στις εδαφικές περιοχές των βάσεων, αλλά ασκεί την όποια εξουσία επιτρέπει η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης μέσω της εδώ στρατιωτικής διοίκησης των βάσεων.
β. Στις εδαφικές περιοχές των βάσεων δεν εφαρμόζεται η βρετανική νομοθεσία. Αντίθετα, εφαρμόζεται σχεδόν αυτούσια η κυπριακή νομοθεσία, απλά μεταφρασμένη στην αγγλική.
γ. Η Κυπριακή Δημοκρατία ασκεί (ή, εν πάση περιπτώσει, έχει εξουσία να ασκεί) εκτεταμένες διοικητικές αρμοδιότητες στις εδαφικές περιοχές των βάσεων, καθώς και σε σχέση με οικονομικές, φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις και δραστηριότητες.
δ. Αν οι εδαφικές περιοχές των βάσεων αποτελούσαν προέκταση του βρετανικού χώρου, τότε θα έπρεπε να αποτελούν τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού η Βρετανία είναι μέλος της Ένωσης. Σε τέτοια περίπτωση, οι διαδικασίες, οι ελευθερίες και οι περιορισμοί που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έπρεπε να ισχύουν απόλυτα και στις περιοχές των βάσεων. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει, ούτε και είναι αποδεκτό από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα, οι διαδικασίες που εφαρμόζονται στις βάσεις σε θέματα όπως, για παράδειγμα, η τελωνειακή νομοθεσία, το δασμολόγιο κ.λ.π., ακολουθούν την κυπριακή νομοθεσία και διαφέρουν ουσιωδώς από τα αντίστοιχα που ισχύουν στη Βρετανία.
Θα μπορούσα να απαριθμήσω σειρά ακόμα λόγων, οι οποίοι αποκλείουν αντικειμενικά το ενδεχόμενο να είναι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο προέκταση του βρετανικού μητροπολιτικού χώρου, δυνάμει των προνοιών της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης.
Θ΄ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ;
Έχει προβληθεί το αρκετά έγκυρο νομικό επιχείρημα ότι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις έχουν παραχωρηθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία, τον κύριο και ιδιοκτήτη ολόκληρου του εδάφους της Κύπρου, ως αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και τη Βρετανία. Η νομική αυτή θέση θεωρεί ως δεδομένο γεγονός τον τερματισμό του βρετανικού αποικιοκρατικού καθεστώτος στην Κύπρο στις 16 Αυγούστου, 1960 και τη γέννηση δύο παράλληλων νέων νομικών δεδομένων:
α. Τη νομική και πραγματική γέννηση του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας με την ενεργοποίηση του Συντάγματος, που περιλαμβανόταν ως “APPENDIX D” στο πακέτο των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου.
β. Τη συμβατική δημιουργία των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων.
Η νομική αυτή θέση εδράζεται πάνω στη θεωρία ότι τα εδάφη των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων έχουν παραχωρηθεί στους Βρετανούς από την Κυπριακή Δημοκρατία, για αποκλειστική χρήση τους για αμυντικούς στρατιωτικούς σκοπούς. Κατά συνέπεια, τα εδάφη αυτά είναι ιδιοκτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και έχουν παραχωρηθεί συμβατικά, για συγκεκριμένο, προκαθορισμένο, αποκλειστικό σκοπό.
Με τη νομική αυτή θέση διαφωνεί απόλυτα η Βρετανία. Η βρετανική κυβέρνηση δεν έχει αποδεχθεί, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, ότι τα εδάφη των βάσεών της στην Κύπρο ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η Βρετανία υποστηρίζει σθεναρά ότι τα εδάφη των βάσεων είναι ιδιοκτησία[10] του βρετανικού στέμματος και ανήκουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία, διαχείριση και ευθύνη της βρετανικής πολιτείας.
Η θέση αυτή των Βρετανών είναι σίγουρα κατανοητή αφού θεμελιώνεται πάνω στα συμφέροντα της χώρας τους και αποκλείει παρεμβάσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας στις όποιες νόμιμες ή παράνομες δραστηριότητές τους. Δεν θα πρέπει εξάλλου να μας διαφεύγει μια νομική και πραγματική αλήθεια: Τυχόν υιοθέτηση από πλευράς Βρετανών της θέσης αυτής θα σήμαινε ταυτόχρονα και αναγνώριση στην Κυπριακή Δημοκρατία του δικαιώματος για τερματισμό ή ανάκληση ή ακύρωση της παραχώρησης των εδαφών της για χρήση από τους Βρετανούς. Κάτι τέτοιο όμως ούτε δέχθηκαν και ούτε πρόκειται να δεχθούν στο μέλλον. Στην πραγματικότητα δεν είναι καν διατεθειμένοι να αναγνωρίσουν δεσμεύσεις τους που πηγάζουν κατ’ ευθείαν από τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, ενώ έχουν επανειλημμένα αποδείξει, με πράξεις και όχι με λόγια, την ανυπαρξία από μέρους τους και στοιχειώδους έστω σεβασμού προς την υπόσταση και την αξιοπρέπεια του κυπριακού κράτους και των πολιτών του. Η αλαζονική αυτή πολιτική της Βρετανίας η οποία σαφώς συντηρείται από και εδράζεται στην υπέρμετρα ανεκτική στάση και πολιτική των κυπριακών κυβερνήσεων αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, και την υποτακτική στάση του κυπριακού λαού, έχει επιβληθεί σε βαθμό που κάθε αμφισβήτηση της νομιμότητας και της παραμικρής τους ενέργειας να θεωρείται περίπου ως “έγκλημα”.
Ι΄ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
Σίγουρα η αναζήτηση της μορφής του νομικού καθεστώτος των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού μόνο γνωρίζοντάς την μπορούμε να χαράξουμε τα πλαίσια των εξουσιών των Βρετανών και το υπόβαθρο νομικής ερμηνείας της ίδιας της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης. Το εγχείρημα είναι αρκετά δύσκολο, γιατί η ανάμειξη Κυπρίων στα ουσιώδη στάδια της δημιουργίας και συγγραφής της Συνθήκης ήταν ανύπαρκτη, ενώ ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη ακόμα και στα τελικά στάδια. Πρόσθετα, φαίνεται να αποφεύγεται συστηματικά η τοποθέτηση από τα πρόσωπα που είχαν τότε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο πάνω στο θέμα του νομικού καθεστώτος των βάσεων, με προφανή αιτιολογία τη συνεχιζόμενη εθνική τραγωδία της Κύπρου.
Προσωπικά πιστεύω ότι η παρουσία των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο και η πολιτική που δυνητικά μπορούν να ασκήσουν σε σχέση με το κυπριακό ζήτημα, καθιστά το θέμα των βάσεων και το θέμα της τουρκικής επιδρομής κατά της Κύπρου αλληλένδετα, ενώ η πολιτική της Βρετανίας στο κυπριακό και την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Κύπρου απειλούν ακόμα πιο σοβαρούς κινδύνους για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η νομική υπόσταση των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο, όπως μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τους ισχύοντες κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου και όχι με βάση τους όρους που είχαν περιληφθεί στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, καθορίζει τη νομιμότητα και εγκυρότητα των θεσμών και της πρακτικής με τα οποία εκφράζουν για δεκαετίες τώρα τη βρετανική άποψη για την “κυριαρχία” των βάσεων. Θα πρέπει ταυτόχρονα να τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι η μελέτη της νομικής υπόστασης των βάσεων και της νομιμότητας των θεσμών της δε σημαίνει αυτόματη έγερση θέματος αποχώρησης των βάσεων από την Κύπρο. Το ζήτημα αυτό είναι καθαρά πολιτικό και η σχετική απόφαση ανήκει δικαιωματικά στην πολιτική ηγεσία του τόπου, η οποία είναι σε θέση να σταθμίσει τα νομικά, πολιτικά και πραγματικά δεδομένα σε κάθε χρονική στιγμή. Είναι όμως ταυτόχρονα αναγκαίο να υπογραμμιστεί ότι δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται ή έστω να γίνεται ανεκτή η ανεξέλεγκτη άσκηση εξουσίας από τη Βρετανία στο έδαφος της Κύπρου, απλά και μόνον γιατί είναι ενδεχόμενο να “ενοχληθούν” οι Βρετανοί από την εκδήλωση της πρόθεσης της Κυπριακής Δημοκρατίας να κάμει πλήρη χρήση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
ΙΑ΄ ΣΧΕΣΗ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Πριν ασχοληθώ με την εξέταση των επί μέρους θεσμών είναι απόλυτα αναγκαίο να εξετάσω την εγκυρότητα της ίδιας της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, στην οποία και μόνον θεμελιώνονται, αν θεμελιώνονται, οι διάφοροι θεσμοί μέσα από το πρίσμα του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Συνηθίσαμε να δεχόμαστε ότι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε προηγηθεί της “γέννησης” του κυπριακού κράτους. Πολλοί μάλιστα υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι είναι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης που έχει “δώσει” το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού αποτελεί ένα από τα παραρτήματά της. Υποστηρίζουν ακόμα ότι, τυχόν καταγγελία της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης από την Κυπριακή Δημοκρατία θα συμπαρασύρει και το Σύνταγμα, με αποτέλεσμα να χάσει η Κύπρος το θεμέλιο της κρατικής της υπόστασης. Η νομική πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και προκύπτει σαφής και κατηγορηματική, με μια συνεπή και αυστηρά επιστημονική προσέγγιση, χωρίς την παρουσία οποιασδήποτε πολιτικής ή άλλης σκοπιμότητας.
Η υπογραφή του “πακέτου” συμφωνιών έγινε στο Λονδίνο από τους εκπροσώπους των δύο κυπριακών κοινοτήτων, οι οποίοι φέρονταν μεν να αντιπροσωπεύουν τον κυπριακό λαό, αλλά δεν ήσαν περιβεβλημένοι με συγκεκριμένη νομικά αποδεκτή υπόσταση ώστε να δεσμεύουν την Κυπριακή Δημοκρατία, που ήταν τότε ανύπαρκτη για το διεθνές δίκαιο. Για “κάλυψη” του κενού και για να προσδοθεί νομική εγκυρότητα και δεσμευτικότητα στις υπογραφές των Κυπρίων ηγετών περιλήφθηκε στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας το άρθρο 195. Με το άρθρο αυτό προσδόθηκε ex post facto εγκυρότητα στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης από το ίδιο το κυπριακό Σύνταγμα, με αποτέλεσμα να τεθεί σε ισχύ και να είναι δεσμευτική από την ημερομηνία υπογραφής.
Σύμφωνα με το άρθρο 195 του Συντάγματος,
“Παρά τα οριζόμενα εν τω Συντάγματι οι εκλεγέντες ως πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ως πρώτος Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, οίτινες δυνάμει του άρθρου 187 αναγνωρίζονται ως πρώτος Πρόεδρος και ως πρώτος Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, πριν ή εγκατασταθώσιν εις το λειτούργημα αυτών ή μετά την τοιαύτην εγκατάστασιν, ως εν άρθρω 42 ορίζεται, έχουσι και θεωρούνται ότι έσχον, από κοινού, το αποκλειστικόν δικαίωμα και την εξουσίαν να υπογράψωσι και συνομολογήσωσιν εν ονόματι της Δημοκρατίας την συνθήκην εγκαθιδρύσεως της Δημοκρατίας της Κύπρου, μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Δημοκρατίας της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, …..”.
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Με βάση την πιο πάνω νομική διαδικασία, την οποία οι Βρετανοί είχαν τότε θεωρήσει ως νόμιμη και συνάδουσα με το διεθνές δίκαιο, το κυπριακό Σύνταγμα πήρε την πρωτεύουσα θέση του ως ο υπέρτατος νόμος της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας, τόσο σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς και δημόσιου δικαίου, όσο και δυνάμει ρητής διάταξης που είχε περιληφθεί στο άρθρο 179 του Συντάγματος, ενώ η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης αναγνωρίστηκε ως απλή τετραμερής διεθνής σύμβαση η οποία δεσμεύει, κάτω από τις προϋποθέσεις που τίθενται από το διεθνές δίκαιο, το κυπριακό Σύνταγμα και την ίδια τη συνθήκη, τα συμβαλλόμενα μέρη και μόνον. Στη νομική πραγματικότητα η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης ήταν και είναι μια διεθνής συμφωνία η οποία διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 169 του Συντάγματος[11]. “… με άλλα λόγια μια συνθήκη, σύμβαση ή διεθνής συμφωνία, η οποία έχει συντελεστεί και δημοσιευτεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 169 θα πρέπει να έχει αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε νόμου που βρίσκεται σε ισχύ κατά το χρόνο της δημοσίευσης αυτής ή έχει θεσπιστεί μεταγενέστερα, αλλά δεν μπορεί να έχει αυξημένη ισχύ έναντι του υπέρτατου νόμου, δηλαδή του Συντάγματος”[12].
Σύμφωνα με το άρθρο 169 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας,
“Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 50 και της τρίτης παραγράφου του άρθρου 57-
»(1) Οποιαδήποτε διεθνής συμφωνία με άλλα κράτη ή οποιοδήποτε διεθνή οργανισμό, που αφορά εμπορικά θέματα, οικονομική συνεργασία, περιλαμβανομένων πληρωμών και πιστώσεων και modus vivendi, συνομολογούνται μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
»(2) Η διαπραγμάτευση οποιασδήποτε άλλης συνθήκης, σύμβασης ή διεθνούς συμφωνίας όπως και η υπογραφή τους, γίνεται μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν τίθενται όμως σε ισχύ και δεν δεσμεύουν τη Δημοκρατία, παρά μόνο εφόσον κυρωθούν με νόμο, που θα ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, οπότε και συνομολογούνται.
»(3) Συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες, που συνομολογούνται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του παρόντος άρθρου, έχουν από τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε εσωτερικού νόμου, υπό τον όρο ότι αυτές οι συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες εφαρμόζονται αντίστοιχα και από τον αντισυμβαλλόμενο”.
Το κύριο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον η παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 169(2) του Συντάγματος, η οποία εισάγεται από το άρθρο 195 και η οποία παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές δημοκρατίας, είναι νόμιμη και έγκυρη. Στην πράξη εισάγεται το στοιχείο της κατά τεκμήριο εκπροσώπησης του κυπριακού λαού και της κατά τεκμήριο υπογραφής της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς οι ενέργειες αυτές να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και την αλήθεια. Πρόσθετα, η τεκμαρτή νομιμότητα της υπογραφής της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης επιβαρύνεται και με την αποφυγή έγκρισής της από το Υπουργικό Συμβούλιο και επικύρωσής της από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η διαδικασία όμως αυτή αντίκειται προς θεμελιώδεις αρχές δημοκρατίας και σεβασμού της ανεξαρτησίας και της αξιοπρέπειας ενός κράτους, αφού επιβάλλει σοβαρές δεσμεύσεις στην κυριαρχία του χωρίς αυτές να έχουν τύχει έγκρισης και επικύρωσης από τα συνταγματικά αρμόδια όργανά του. Η παρέκκλιση από τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος αποκτά τεράστια έκταση και σημασία αν αναλογιστεί κανείς τους σοβαρούς περιορισμούς που η Συνθήκη επιβάλλει στα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η ίδια πλασματική διαδικασία με την οποία εισάγεται η κατά τεκμήριο νομιμότητα φαίνεται να αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 179 του Συντάγματος, οι οποίες προνοούν ρητά τα ακόλουθα:
“1. Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας.
- Ουδείς νόμος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου εν τη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή οιονδήποτε διοικητικόν λειτούργημα δύναται να είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπον αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος”.
Στην πράξη είχαμε όμως παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 179 με τις ίδιες τις διαδικασίες του άρθρου 195. Εν πάση περιπτώσει, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει όχι απλώς καθήκον αλλά συνταγματική υποχρέωση να αποφεύγει ενέργειες που αντίκεινται προς το Σύνταγμα. Ταυτόχρονα, έχει την ίδια υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα και να προβαίνει σε όλες τις κατάλληλες πράξεις ώστε να αποκλείεται ή να τερματίζεται αμέσως οποιαδήποτε ενέργεια τρίτων εναντίον της συνταγματικής νομιμότητας και της κυρίαρχης υπόστασης του κυπριακού κράτους και του λαού του.
ΙΒ΄ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
Η νομιμοποίηση της άποψης ότι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης φαίνεται να είναι άκυρη με βάση τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου βρίσκεται, εκτός από τα άρθρα 53 και 64 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, και σε επίσημες αποφάσεις σωμάτων των Ηνωμένων Εθνών. Για παράδειγμα, τα Ηνωμένα Έθνη ορίζουν ότι,
“… το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν τερματίζεται με την επίτευξη και αναγνώριση ανεξαρτησίας ή άλλης πιθανής λύσης. Επεκτείνεται σε μόνιμη προάσπιση και διατήρηση της ανεξαρτησίας ή άλλης λύσης, που έχει επιτευχθεί ως αποτέλεσμα της αρχικής άσκησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης”.[13]
Κατά συνέπεια, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δικαίωμα (για το λαό της έχει μάλλον υποχρέωση) να προστατεύει και να διατηρεί συνεχώς το αγαθό της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της που θεωρείται ως το βασικό προαπαιτούμενο για την απόλαυση από το λαό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών του. Στην πραγματικότητα τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες μπορούν να υπάρχουν αληθινά και πλήρως μόνο όταν υπάρχει αυτοδιάθεση[14]. Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί εμφαντικά, για αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης που μπορεί να προκύψει από τη συνθηματολογία της Τουρκίας, ότι
“Είναι οι λαοί ως τέτοιοι που έχουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Με βάση το σύγχρονο διεθνές δίκαιο, οι μειονότητες δεν έχουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης”.[15]
Προσωπικά πιστεύω ότι η κυπριακή πολιτεία έχει υποχρέωση να εξετάσει το ταχύτερο δυνατό τις διάφορες πρόνοιες της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης μέσα στα πλαίσια της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών. Είναι η πεποίθησή μου ότι η πολιτεία έχει καθήκον έναντι του λαού που εκπροσωπεί να διεκδικεί ότι καλύτερο μπορεί νόμιμα να διεκδικήσει.
Θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να είναι εύλογα βάσιμος ο ισχυρισμός ότι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης είναι άκυρη.
ΙΓ΄ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ “ΘΕΣΜΩΝ”
ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ
Το όλο θέμα της παρουσίας των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο έχει εγερθεί με κάποια αυξημένη ένταση λόγω της συμπεριφοράς των οργάνων των βάσεων σε βάρος Κυπρίων πολιτών. Οι τρεις “θεσμοί” που προβάλλονται από τους Βρετανούς ως νόμιμοι δυνάμει της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης και που έχουν αμφισβητηθεί είναι η “αστυνομία”, το “δικαστήριο” και η “νομοθετική εξουσία” των στρατιωτικών βάσεων.
- ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Από πολλά χρόνια τώρα, ίσως από την ημέρα της σύστασης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο, “αστυνομικοί” των βάσεων ρυθμίζουν την τροχαία κίνηση μέσα στα εδαφικά όρια των βάσεων, καταγγέλλουν και συλλαμβάνουν Κύπριους πολίτες, ενώ επιδεικνύουν ιδιαίτερο ζήλο και χρησιμοποιούν “παλιές καλές” μεθόδους όταν προσπαθούν να επιβάλουν τη βρετανική “κυριαρχία” σε κάθε “παρεκτρεπόμενο” Κύπριο.
Η αστυνομία είναι το εκτελεστικό όργανο κάθε κυρίαρχης πολιτείας που έχει ως ρόλο και αποστολή τη διασφάλιση της εφαρμογής των νόμων του κράτους και την περιφρούρηση της έννομης τάξης. Η αστυνομία αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία έκφρασης της κυριαρχίας ενός κράτους. Αντλεί την ύπαρξη, την υπόσταση, την εξουσία και τις αρμοδιότητές της από το κυρίαρχο κράτος το οποίο είναι ταγμένη να υπηρετεί και στα πλαίσια της νομοθεσίας του οποίου λειτουργεί και ελέγχεται.
Έχει ήδη καταστεί σαφές ότι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο δεν συνιστούν κράτος και δεν διαθέτουν “κυριαρχία”. Κατά συνέπεια δεν είναι νόμιμο να έχουν αστυνομία η οποία να ελέγχει τους Κύπριους πολίτες. Είναι φυσικά αναμενόμενο και παραδεκτό ότι οι βάσεις θα χρησιμοποιήσουν κάποιο προσωπικό, στρατιωτικό ή άλλο, για τη φρούρηση των εγκαταστάσεών τους. Είναι επίσης αναμενόμενο και παραδεκτό ότι το προσωπικό αυτό θα αναγκαστεί να ασκήσει κάποιας μορφής έλεγχο σε Κύπριους πολίτες όταν η συμπεριφορά ή οι ενέργειες των τελευταίων μπορούν να εγείρουν εύλογη υποψία ότι στρέφονται ενάντια στην ασφάλεια του χώρου ή των προσώπων που βρίσκονται στις βάσεις. Η εξουσία για τον έλεγχο αυτό, εκτός του ότι είναι αυτονόητη από την ίδια τη χρήση του χώρου ως στρατιωτικών βάσεων, προκύπτει ρητά από την παράγραφο (3) του Παραρτήματος “Ο” της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης.
Με βάση τα προαναφερθέντα δεν είναι νόμιμο να διαθέτουν οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο “αστυνομία” με τη συνήθη πολιτειακή έννοια του όρου. Είναι σίγουρα αδιάφορο αν οι βάσεις διαθέτουν άτομα που να ελέγχουν τη συμπεριφορά του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού των βάσεων. Χωρίς αμφιβολία όμως δεν είναι νόμιμο να διαθέτουν οι βάσεις άτομα που να ελέγχουν Κύπριους πολίτες, ασκώντας συνήθη καθήκοντα αστυνομίας.
2 ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Το Δικαστήριο είναι άλλη μια από τις θεμελιώδεις εκφράσεις της κυριαρχίας ενός κράτους. Δια της ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας το κράτος διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία των πολιτειακών θεσμών, ενώ ο πολίτης διεκδικεί και διασφαλίζει το σεβασμό και την απόλαυση των δικαιωμάτων του. Σε μια δημοκρατική πολιτεία η δικαστική είναι μια από τις τρεις ανεξάρτητες κρατικές εξουσίες.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τη νομολογία που έχει αναπτυχθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το “δικαστήριο” είναι έννοια ουσιαστική και όχι τυπική. Πρόκειται για όργανο ανεξάρτητο, χωριστό από την εκτελεστική εξουσία, που έχει συσταθεί νόμιμα (by law) και χαίρει συνταγματικών και άλλων εγγυήσεων ως προς τον τρόπο ορισμού των μελών του. Με συνταγματικές επίσης εγγυήσεις διασφαλίζεται η παρουσία τακτικών (μόνιμων) δικαστών και η νομική εξασφάλιση δικαστηρίου και δικαστών από πιέσεις που είναι δυνατό να ασκηθούν από την εκτελεστική εξουσία ή τους διαδίκους. Η έννοια του δικαστηρίου κρίνεται επίσης από τις δικονομικές εγγυήσεις που παρέχονται από το όργανο αυτό κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η υποκειμενική αμεροληψία του δικαστηρίου τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ενώ η αντικειμενική αμεροληψία του κρίνεται με βάση τα δεδομένα σύνθεσης και λειτουργίας του δικαστηρίου[16].
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ύπαρξη του δικαστηρίου υπηρετεί το αυτοτελές ουσιαστικό και δικονομικό δικαίωμα του ατόμου στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης (Fair Trial) “στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας”[17]. Με το Έβδομο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση διασφαλίζεται το δικαίωμα έφεσης, ενώ η δημοσίευση των αποφάσεων του δικαστηρίου τίθεται ως προαπαιτούμενο κριτήριο της ύπαρξης της έννοιας του δικαστηρίου.
Δεδομένου ότι οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο συνιστούν έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας το οποίο έχει παραχωρηθεί για χρήση από τη Βρετανία δυνάμει διεθνούς σύμβασης, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στο έδαφός τους αναφορικά με ποινικές, διοικητικές και αστικές υποθέσεις Κυπρίων πολιτών ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στην κυπριακή πολιτεία. Η σύσταση “δικαστηρίων” από τις στρατιωτικές αρχές των βάσεων για εκδίκαση Κυπρίων πολιτών είναι αντίθετη προς το διεθνή νόμο και παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των οποίων την απόλαυση και προάσπιση έχει εγγυηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία με την επικύρωση των σχετικών διεθνών συμβάσεων και συμφώνων.
Η αιτιολόγηση και δικαιολόγηση της ύπαρξης και λειτουργίας των “δικαστηρίων” των βάσεων με βάση τις σχετικές πρόνοιες της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης και τις καταφανώς εσφαλμένες διατάξεις της περί Δικαστηρίων νομοθεσίας (Νόμος 14 του 1960) δεν μπορεί να ευσταθήσει, αφού δεν πληρούνται στην περίπτωσή τους τα αναγκαία προαπαιτούμενα της σύστασης και λειτουργίας νόμιμου δικαστηρίου. Και αν ακόμα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η σύσταση και λειτουργία τέτοιων “δικαστηρίων” το 1960 με την εφαρμογή της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης ήταν νόμιμη και σύμφωνη με το διεθνή νόμο, το επιχείρημα αυτό δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει μετά το 1963, μετά την επικύρωση από την Κυπριακή Δημοκρατία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και μετά την επικύρωση των Διεθνών Συμφώνων των Ηνωμένων Εθνών.
Πέρα από όσα έχουν αναφερθεί, πουθενά στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης δεν αναφέρεται ρητά το δικαίωμα των βάσεων να εγκαθιδρύουν δικαστήρια. Οι αναφορές σε δικαστικές διαδικασίες που συναντώνται σε διάφορα Παραρτήματα της Συνθήκης θεωρούν μάλλον ως δεδομένη την ύπαρξη δικαστηρίων των βάσεων και ασχολούνται με τη ρύθμιση λεπτομερειών. Έχω την αίσθηση ότι οι Βρετανοί, πιστεύοντας ακράδαντα στη νομιμότητα των ρυθμίσεων που είχαν επιβάλει τότε στους Κυπρίους, πίστευαν ότι το καθεστώς των βάσεων ήταν αυτό καθ’ εαυτό ικανό να δικαιολογεί τη λειτουργία πολιτειακών θεσμών, αφού οι ίδιοι έλεγαν ότι οι βάσεις θα ήταν “σαν αποικίες”.
Με βάση τα προαναφερθέντα, υφίσταται μείζον και επείγον ζήτημα ύπαρξης και λειτουργίας στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας παράνομων δικαστηρίων, όπως υφίσταται σοβαρό και επείγον ζήτημα τροποποίησης της περί Δικαστηρίων νομοθεσίας της Δημοκρατίας για αποκατάσταση της νομιμότητας σ’ ένα τομέα θεμελιώδους σημασίας για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κυπρίων πολιτών.
- ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Η νομοθετική είναι η τρίτη από τις θεμελιώδεις εξουσίες του κράτους και εξ’ ίσου σοβαρή έκφραση της κυριαρχίας του. Η νομοθετική εξουσία, εκφράζοντας κατά τεκμήριο τη βούληση του λαού, χαράσσει τα πλαίσια της έννομης τάξης μέσα στα οποία η συγκεκριμένη κοινωνία θέλει να ζει, να λειτουργεί και να δημιουργεί. Ιστορία, πολιτισμός, ήθη, έθιμα, δημοκρατικές καταβολές και πεποιθήσεις, έννοιες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, εκφράζονται με τη νομοθεσία της πολιτείας.
Οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο δεν είναι κράτος και αυτό είναι καθαρό. Πώς “νομοθετούν” λοιπόν και ποιους νόμους εφαρμόζουν τα “δικαστήριά” τους; Αν η όλη υπόθεση των βάσεων δεν ήταν τραγική, θα ήταν σίγουρα αστείο να διερωτάται κανείς πως “νομοθετούν” οι στρατιωτικές βάσεις για τους πολίτες του κυρίαρχου κράτους στο οποίο “φιλοξενούνται”.
Στην υποπαράγραφο (2) της παραγράφου 3 του Παραρτήματος “Ο” της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης προνοείται ρητά ότι οι νόμοι που θα εφαρμόζονται στον κυπριακό πληθυσμό των βάσεων θα είναι, στο μέτρο του δυνατού, οι ίδιοι με τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην πράξη, η διοίκηση των βάσεων μεταφράζει στα αγγλικά τη νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας και την “εκδίδει” με σχετικό διάταγμα. Έτσι, οι Κύπριοι πολίτες που θα βρεθούν για οποιοδήποτε λόγο στη γεωγραφική περιοχή των βάσεων διέπονται από “νομοθεσία” που έχει εκδώσει ο Διοικητής των βάσεων (όχι οποιαδήποτε Βουλή), με την ελπίδα ότι έχει τηρήσει τουλάχιστον τις δεσμεύσεις που του επιβάλλει η Συνθήκη. Αν όμως δεν τις έχει τηρήσει ποιος θα τον ελέγξει; Ποιο δικαστήριο θα κρίνει τη συνταγματικότητα της νομοθεσίας του κυρίου Διοικητή; Πως θα προστατευτεί ο Κύπριος πολίτης από την ενδεχόμενη αυθαιρεσία του;
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα της νομοθεσίας των βάσεων παρουσιάζει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας με την οποία η “νομοθεσία” των βάσεων για φορολογικό θέμα θεωρήθηκε ως απλή εκπλήρωση υποχρέωσης δυνάμει της Συνθήκης, για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή της νομοθεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε Κύπριους που βρίσκονταν στις βάσεις[18].
Κατά τη γνώμη μου οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις δεν μπορούν εξ αντικειμένου να εκδίδουν νομοθεσία. Η μόνη νομοθεσία που είναι υπό τις περιστάσεις νόμιμο να εφαρμόζεται στο έδαφος των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων είναι η νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, του μόνου κράτους που υπάρχει στο γεωγραφικό χώρο της νήσου Κύπρου.
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Τα θέματα υπόστασης και κυριαρχίας ενός κράτους και της προάσπισης της έννομης τάξης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών του είναι πάρα πολύ σοβαρά. Είτε οι απόψεις που έχουν υποστηριχτεί πιο πάνω είναι αποδεκτές είτε όχι, αξίζει να προβληματιστούμε.
Στέλιου Θεοδούλου, Νομικού,
Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας,
Προέδρου του Παγκύπριου Συνδέσμου
για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
[1] Hannum, Hurst, “Autonomy, Sovereignty and Self – Determination” (1990), Hinsley F.H., “Sovereignty” 2nd ed. (1986), James Alan, “Sovereign Statehood” (1986).
[2] Άρθρο “Πολιτική Φιλοσοφία” (Political Philosophy) στην ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεα Grolier (1992 ed.).
[3] Βλέπε και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση G. Th. Preece V. Εστία Ασφαλιστική Εταιρεία, Αστική Έφεση 7656
[4] Επίσημο έγγραφο του Foreign Office με στοιχεία F.O. 371/152886/Air Ministry, June–July 1960, στο βιβλίο “Η Κύπρος στο Σφυρί”, των Φ. Αργυρού και Α. Παπακωνσταντίνου, έκδοση 1991.
[5] Επίσημο έγγραφο του Foreign Office με στοιχεία F.O. 371/152886 της 13.6.1960, στο βιβλίο “Η Κύπρος στο Σφυρί” όπ. πιο πάνω.
[6] Βλέπε, ενδεικτικά, το ANNEX B, PART II της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης.
[7] Report of the International Law Commission on the work of its twenty-sixth session [Yearbook of the International Law Commission, 1974, vol. II (part one)].
[8] Minquiers and Ecrenos Case, I.C.J. Reports 1953, p.56 – I.C.J. Pleadings, Vol. II p.375 – I.C.J. Reports 1975, p.168. Βλέπε επίσης την απόφαση του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου του 1975 και τα σχόλια για την απόφαση αυτή, στο Annuaire Francais de Droit International, 1975, Paris, Vol. XXI, pp. 1313-1317.
[9] Κρ. Τορναρίτη, “Το Πολιτειακόν Δίκαιον της Κυπριακής Δημοκρατίας”, Λευκωσία, 1982, έκδ. Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, σελ. 10.
[10] Σε επιστολή του προς τον Εργατικό Βουλευτή, Alan Meale, με ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 1994, ο Υφυπουργός Άμυνας της Βρετανίας, Lord Henley, τονίζει ότι “…the majority of land in the Pyla range is owned by the Crown and leased to the MOD“. Η δήλωση αυτή αποτελεί απλή επανάληψη μακράς σειράς τέτοιων επίσημων δηλώσεων.
[11] Βλέπε άρθρο του Ανδρέα Μαυρομμάτη με τίτλο, “Succession of States in Respect of Treaties and the Practice Followed by Cyprus” στην έκδοση της Υπηρεσίας Αναθεώρησης και Ενοποίησης της Κυπριακής Νομοθεσίας, “Index to the Treaties and Their Status as at the 1st January, 1986” p. (xiii).
[12] Βλέπε άρθρο του Κρίτονα Τορναρίτη με τίτλο, “The Treaty Making Power Especially Under the Law of the Republic of Cyprus” στην ίδια έκδοση της Υπηρεσίας Αναθεώρησης και Ενωπόησης της Κυπριακής Νομοθεσίας, σελ. (xxxi).
[13] Report of the Sub-Commission on Prevention of Discrimination and Protection of Minorities on its twenty-sixth session (E/CN.4/1128), para. 28(a).
[14] J. E. S. Fawcett, “The role of the United Nations in the Protection of Human Rights, is it misconceived?”, International Protection of Human Rights: Proceedings of the Seventh Nobel Symposium (Oslo, 1967), Summary of Discussion, sect. VI (“Self-determination and human rights”), Stockholm, Almqvist and Wiksell, 1968, p. 97.
[15] “The Right to Self-determination”, Study prepared by Hector Gros Espiell, Special Rapporteur of the Sub-Commission on Prevention of Discrimination and Protection of Minorities, United Nations, New York, 1980 (E/CN.4/Sub.2/405/Rev.1).
[16] Άρθρο 6 και Πρωτόκολλο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών – Άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
[17] A. Gotrian, Article 6 of the ECHR. The Right to a Fair Trial, Council of Europe, Strasbourg 1994 – Εμμανουήλ Ρουκουνά, Διεθνής Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Εστία, Αθήνα 1995 (Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου).
[18] Α. Σωκράτους V. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής, (προσφυγή αρ. 1147/90) της 13.5.1992.