Η ολότελα λανθασμένη βάση της διεκδίκησης των δικαίων της Κύπρου και του λαού της έχει παραγάγει τα αρνητικά της αποτελέσματα, σε βαθμό που να είναι πια ορατά από όλους. Το ερώτημα που πλανάται τώρα, βασανιστικά τραγικό, δεν είναι ποια τακτική θα ακολουθήσουμε, αλλά αν τα καταστροφικά αποτελέσματα είναι, σε οποιοδήποτε βαθμό, αναστρέψιμα.
Σ’ αυτή τη δραματική ιστορική στιγμή της Κυπριακής Δημοκρατίας το μόνο που δεν προσφέρει οποιαδήποτε υπηρεσία στον τόπο, αλλά αντίθετα επιτείνει τις αρνητικές επιπτώσεις, είναι η επίμονη όσο και αδέξια προσπάθεια της ηγεσίας μας να πείσει για την “ορθότητα” πολιτικής και χειρισμών.
Η ανασύνταξη των δυνάμεων και η καταβολή συνειδητής προσπάθειας για διάσωση της Κύπρου απαιτεί εγκατάλειψη της τακτικής της περιχαράκωσης των κομμάτων, σε αμυντική διάταξη, πίσω από στείρα επιχειρήματα αιτιολόγησης και δικαιολόγησης της ανεπάρκειας. Απαιτεί διάγνωση της κατάστασης όπως ακριβώς παρουσιάζεται και χάραξη στρατηγικής, βασισμένης σε γερά όσο και υπαρκτά θεμέλια. Θα πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό πως, αυτό που μας ενδιαφέρει ως Κύπριους πολίτες δεν είναι αν η ανακοίνωση του ενός κόμματος είναι καλύτερη και πιο επιθετική από τη δήλωση του άλλου, ούτε και αν η μια συγκέντρωση καταδίκης του πραξικοπήματος και της Τουρκικής επιδρομής κατά της Κύπρου είχε μεγαλύτερο πλήθος από την άλλη. Αυτό που πραγματικά μας ενδιαφέρει (και πρέπει σίγουρα να μας ενδιαφέρει) είναι, κατά πόσον αυτός ο τόπος θα προσφέρεται στο άμεσο και απώτερο μέλλον ως πατρίδα για τα παιδιά μας κι αν θα μπορούν να ζήσουν και να ευτυχίσουν σ’ αυτόν. Το χώμα της Κύπρου έχει το δικό του χρώμα και τη δική του μυρωδιά, τα ίδια για αιώνες και δεν είναι δυνατό να βαφτεί με τα κομματικά χρώματα οποιουδήποτε κόμματος.
Μέσα στο βαθύ λήθαργο του ευδαιμονισμού και της άκρατης οικονομικής διεκδίκησης αποθέσαμε ελπίδες και ευθύνες σε τρίτους, λες και μας χρωστούσαν την ιστορική και εθνική μας δικαίωση και είχαν υποχρέωση να ξοφλήσουν την οφειλή τους σε κάποια ημερομηνία λήξης του σχετικού γραμματίου. Επιδεικνύοντας με περισσή έπαρση το παράσημο του “οικονομικού θαύματος” ξεχάσαμε πως, για να υπάρχει οικονομία και “θαύμα” θα πρέπει πρώτα να υπάρχει η Κύπρος!
ΛΑΘΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Σοβαρά ελλείμματα στην πολιτική εκτίμηση καταστάσεων αλλά και στο σχεδιασμό δράσης, που γίνονταν τεράστια με το “σύνδρομο παντογνωσίας” που κατατρώγει την ηγεσία μας, μετέτρεψαν τη βάση του Κυπριακού θέματος, από επιδρομή της Τουρκίας κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε ζήτημα εξεύρεσης λύσης σε διακοινοτικές διαφορές και συμφωνημένης αλλαγής της πολιτειακής δομής του Κυπριακού κράτους. Έτσι, αντί η ευθύνη να βρίσκεται στα Ηνωμένα Έθνη και το αντικείμενό της να είναι ο τερματισμός του διεθνούς εγκλήματος της Τουρκίας κατά της Κύπρου, η ευθύνη μεταφέρθηκε στην Κυπριακή πολιτεία, με αντικείμενο τις παραχωρήσεις που θα ήταν διατεθειμένη να κάμει για τη διάλυση του κράτους και τη σύσταση ενός άλλου, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι πολίτες του Κυπριακού κράτους θα συμμετέχουν ως χωριστή οντότητα με δική τους κρατική υπόσταση.
Θα ήταν αστείο να ισχυριστεί κανείς πως το ζήτημα της διακοινοτικής διαφοράς και της ανάγκης για συμφωνημένη λύση του είναι ανύπαρκτο. Είναι όμως σαφώς χωριστό από την Τουρκική επιδρομή και δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να επιτραπεί να συνδεθεί με αυτή. Πολύ περισσότερο δεν ήταν και δεν είναι ορθό, πολιτικά και νομικά, να εξαρτάται η αντιμετώπιση της Τουρκικής επιδρομής από το αποτέλεσμα του διακοινοτικού διαλόγου. Μια προσεκτική μελέτη των πολλών ψηφισμάτων της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αποκαλύπτει την τραγική κατρακύλα της πολιτικής μας, με δική μας αποδοχή και συμμετοχή και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και με δικές μας ουρανομήκεις ιαχές θριάμβου!
Ενώ δεν χάνουμε ευκαιρία να επισημαίνουμε το μικρό μας μέγεθος και την “κατά τεκμήριο” αδυναμία μας να πείσουμε τους μεγάλους για το δίκιο μας (“ποιοι είμαστε εμείς, για να τα βάζουμε με τα Ηνωμένα Έθνη”), δεν έχουμε χρησιμοποιήσει διαδικασίες που μας προσφέρονται από τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη. Ποτέ δε ζητήσαμε συζήτηση του κυπριακού με αίτημα την αναγνώριση της Τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στην Κυπριακή Δημοκρατία ως επιδρομής (aggression). Ίσως γιατί έτσι μας είχαν συμβουλέψει οι “φίλοι” μας! Ίσως γιατί “θα χαλούσαμε το θετικό κλίμα των διακοινοτικών συνομιλιών”! Ίσως πάλι, λόγω απλής ανεπάρκειας! Την ίδια αλλοπρόσαλλη στάση είχαμε τηρήσει σε όλα τα διεθνή fora, σε κάθε περίπτωση που ήταν δυνατό να συζητηθούν πτυχές του κυπριακού, περιλαμβανομένης και της ιδιαίτερα ευαίσθητης πτυχής της διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Με αυτά τα δεδομένα προκύπτει ένα σοβαρό ερώτημα: Στην περίπτωση που υπάρχει δυνατότητα ευνοϊκής εξέλιξης προς τη σωστή κατεύθυνση, πώς θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί χωρίς να έχουμε καν απευθυνθεί στο κατάλληλο βήμα;
Είναι σίγουρα παραδεκτό πως η διαπραγμάτευση με την Τουρκία (γιατί, βέβαια, περί αυτού πρόκειται) δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση για κανένα. Γι’ αυτόν όμως ακριβώς το λόγο χρειάζεται μια μελετημένη, συνεπής και σταθερή πολιτική, βασισμένη σε αξιολόγηση και σχεδιασμό από ομάδα ειδικών και όχι περιστασιακός πολιτικός ακροβατισμός σε πειραματική βάση. Θα πρέπει να έχει γίνει πια αντιληπτό ότι ο κάθε δικός μας κακός χειρισμός μετατρέπεται σε ακόμα μια, μικρή ή μεγάλη, παραχώρηση προς τις καταστροφικές για την Κύπρο θέσεις των Τούρκων. Θα πρέπει επίσης να είναι πια αντιληπτό, ότι οι δικές μας κατά καιρούς παραχωρήσεις είναι καταγραμμένες ανεξίτηλα στο τραπέζι των συνομιλιών και θα είναι μπροστά μας σε κάθε νέα προσπάθεια, επισημαίνοντας ως Ερινύες την παροιμιώδη μας αφέλεια.
Θα ήταν σίγουρα αστείο αν δεν ήταν τραγικά αναγκαίο, να αναζητήσουμε σήμερα, εικοσιένα χρόνια μετά την προδοσία και το διεθνές έγκλημα κατά της Κύπρου, τρόπους και μέσα για αντιμετώπιση της κατάστασης. Και όσο κι αν ηχεί περίεργα, η ιστορία των μέχρι σήμερα χειρισμών δείχνει με απόλυτη σαφήνεια το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε και, προ πάντων, το δρόμο και τα μονοπάτια, που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να ακολουθήσουμε!
ΜΟΝΗ ΣΩΣΤΗ ΠΟΡΕΙΑ Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΙΚΗ
Οι μοναδικές περιπτώσεις που αναγνωρίστηκε το δίκαιο των θέσεών μας, ήταν οι περιπτώσεις της νομικής διεκδίκησης (ψηφιδωτά Παναγίας Κανακαριάς, Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπόθεση παράνομων εξαγωγών από την κατεχόμενη Κύπρο προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης), άσχετα αν τις αξιοποιήσαμε στον ύψιστο δυνατό βαθμό ή όχι. Κατά συνέπεια, η πολιτική μας θα πρέπει να στραφεί σταθερά, υπεύθυνα και διεκδικητικά προς τις νομικές πτυχές του προβλήματος, με αιχμή του δόρατος τη συνεχιζόμενη μαζική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών των Κυπρίων από την Τουρκία. Για επαλήθευση της ορθότητας της πολιτικής και των χειρισμών μας θα πρέπει η απάντηση στο ερώτημα, “ποια είναι η βάση του κυπριακού ζητήματος”, να μπορεί να δοθεί μέσα από τις ενέργειές μας η απάντηση, “η συνεχιζόμενη επιδρομή της Τουρκίας κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας και η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών των Κυπρίων από τα Τουρκικά στρατεύματα”.
Πρώτη ενέργεια, που μπορεί να προωθηθεί άμεσα, επιβάλλεται να είναι η προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με αίτημα την αναγνώριση της παράνομης Τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο, ως “επιδρομής” (aggression), σύμφωνα με τον ορισμό της “επιδρομής”, όπως υιοθετήθηκε ομόφωνα το Δεκέμβρη του 1974. Επιτυχία της προσφυγής τοποθετεί αυτόματα το θέμα κάτω από τις πρόνοιες του Μέρους VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, γιατί η επιδρομή εμπεριέχει εξ’ ορισμού το στοιχείο της απειλής κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Η (βέβαιη) απροθυμία του Συμβουλίου Ασφαλείας για θετική τοποθέτηση στο αίτημά μας μπορεί να μας οδηγήσει, μετά από κατάλληλη προετοιμασία και στην πιο κατάλληλη πολιτικά στιγμή, στη Γενική Συνέλευση με τις διαδικασίες του ψηφίσματος 377(V) του 1950, “Uniting for Peace”. Ακόμα όμως και αν η διαδικασία αυτή δεν αποδώσει, η πολιτική σημασία της κρίνεται ως σημαντική. Χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής μας είναι η κατακόρυφη αύξηση της αποτελεσματικότητας των Ηνωμένων Εθνών. Στην πράξη, έχει σημειωθεί κατακόρυφη άνοδος της επιρροής του Συμβουλίου Ασφαλείας από τη μια, και κατακόρυφη πτώση της σημασίας της Γενικής Συνέλευσης του διεθνούς οργανισμού από την άλλη. Είναι αυτονόητο ότι οι μεγάλες δυνάμεις και κυρίως οι Η.Π.Α. θέλουν ένα πανίσχυρο Συμβούλιο Ασφαλείας, του οποίου τις αποφάσεις μπορούν να ελέγχουν, στην ανάγκη και με την άσκηση του δικαιώματος αρνησικυρίας. Αντίθετα, η ισχύς της Γενικής Συνέλευσης πρέπει κατ’ αυτούς να είναι περιορισμένη δραματικά, αφού υπάρχει δυνατότητα και πιθανότητα οι αποφάσεις της να επηρεάζουν αρνητικά τα συμφέροντα των “μεγάλων”. Κατά συνέπεια, κάθε υποψία ότι κάποιο θέμα πιθανό να ξεφύγει από τον έλεγχο τους, θα σημάνει την άμεση παρέμβαση για εξάλειψη τέτοιου ενδεχομένου. Ο ένας τρόπος είναι να μας “συμβουλέψουν” να μην προσφύγουμε, όπως κάμνουν με επιτυχία για χρόνια τώρα. Αν όμως επιμένουμε με σοβαρότητα και ορατή αποφασιστικότητα, υπάρχουν πολιτικά βάσιμες ελπίδες ότι θα προσπαθήσουν να ικανοποιήσουν κάποιες , τις πιο σημαντικές κατ’ εμάς θέσεις μας. Στο σημείο εκείνο είναι που θα χρειαστεί και η πολιτική διορατικότητα και επιδεξιότητα, για να κερδίσουμε τουλάχιστον την αποδοχή των πιο βασικών θέσεων αρχής, που συνθέτουν τις αδιαπραγμάτευτες πτυχές της πολιτικής του κυπριακού κράτους.
Παράλληλα με την προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας, επιβάλλεται να αναθερμανθεί η συζήτηση των μαζικών, κατάφωρων και συνεχών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών των Κυπρίων από την Τουρκία, σε όλα τα διεθνή σώματα όπου το θέμα είναι εγγεγραμμένο και εκκρεμεί. Η αποδοχή συμμετοχής μας σε διάλογο για εξεύρεση λύσης στην εσωτερική πτυχή του κυπριακού, με κανένα τρόπο δεν πρέπει να διακόπτει ή να αναστέλλει, ή ακόμα και να επιβραδύνει τη συζήτηση στους διεθνείς οργανισμούς, όπου θα επιδιώκεται με τη σωστή προετοιμασία η εντονότερη δυνατή καταδίκη της Τουρκίας και η λήψη πρακτικών μέτρων, όπου τούτο προσφέρεται, εναντίον της.
Θα ήταν αφέλεια να υποστηρίξει κάποιος ότι τα διεθνή σώματα μας περιμένουν με ανοικτές αγκάλες, για να μας δώσουν τα ψηφίσματα που ζητούμε. Θα ήταν όμως ασυγχώρητη ολιγωρία αν δεν προσπαθούσαμε έστω να χρησιμοποιήσουμε τις μεθόδους και τα μέσα που οι ίδιοι οι μεγάλοι επινόησαν, για να επιβάλλονται. Θα αποτελούσε άλλη μια έκφραση πολιτικής ανεπάρκειας η εκ προοιμίου αυτοδέσμευση μας για άλλη μια φορά, με τον απλοϊκό και σαφώς υποβολιμαίο συλλογισμό ότι, “αφού οι μεγάλοι υποστηρίζουν την Τουρκία και η Κύπρος είναι μια μικρή χώρα, δεν έχουμε ελπίδες επιτυχίας”. Έχουμε υποχρέωση και καθήκον προς την Κύπρο να διεκδικήσουμε τα δίκαια μας με κάθε προσφερόμενο τρόπο. Δεν έχουμε δικαίωμα να συνεχίσουμε να αυτοπεριορίζουμε τις δυνατότητές μας, όσο μικρές κι αν είναι, ιδιαίτερα αν αυτό συμβουλεύουν οι γνωστοί “φίλοι” μας. Η μόνη επιφύλαξη που όχι μόνον επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται, είναι η υποχρέωση να κάνουμε κάθε βήμα μετά από σοβαρή προετοιμασία και στηριγμένοι στην αξιολόγηση δεδομένων και προοπτικών, την οποία θα ετοιμάζει ομάδα από ειδικούς.
Οι εισηγήσεις αυτές είναι βέβαιο πως θα σταματήσουν την επικίνδυνη κατηφόρα και θα προσφέρουν σωτήρια διέξοδο στα τραγικά μας αδιέξοδα; Κανένας δεν μπορεί να δώσει θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ταυτόχρονα όμως, δεν μπορεί να δώσει και αρνητική απάντηση.
Ο αγώνας για δικαίωση της Κύπρου πρέπει κάποτε να μετατραπεί από σύνθημα σε ουσιαστική δράση, με στόχο, στρατηγική και σχεδιασμό. Ίσως τότε να διαπιστωθεί από τα διάφορα πολιτικά κόμματα ότι όσα μας χωρίζουν είναι πολύ μικρά, σε σύγκριση με όσα μας ενώνουν!
31 Ιουλίου 1995
Στέλιος Θεοδούλου, Νομικός,
Πρόεδρος Παγκύπριου Συνδέσμου
για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων