Loading...
ΚΡΑΤΟΣ, ΠΟΛΙΤΗΣ, ΔΙΚΑΙΟ

Δεν είναι ανεξέλεγκτα απόλυτη η άσκηση των όποιων δικαιωμάτων

Ο σεβασμός, η προάσπιση και η προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνιστά, ομολογουμένως, δύσκολο έργο, ιδιαίτερα για τον μέσο άνθρωπο ο οποίος δεν έχει «μυηθεί» στις μεθόδους ερμηνείας και αντίληψης τους. Πραγματική τέτοια δυσκολία παρατηρείται στον κυπριακό πληθυσμό, ακόμα και σε επίπεδο πολιτικών, οργανώσεων και, δυστυχώς, της πλειονότητας των δημοσιογράφων.

Με αφορμή την «κρίση» στην εκπαίδευση, η οποία φαίνεται να επιδεινώνεται σε έκταση και βάθος, είναι πρόσφορο, θα έλεγα ακόμα και επιβεβλημένο, να ασχοληθώ με τα μέτρα που έχουν εξαγγείλει οι εκπαιδευτικοί, περιλαμβανομένων και των απεργιακών κινητοποιήσεων από τη σκοπιά του σεβασμού και της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι θα περιοριστώ στα αυστηρά πλαίσια της αναζήτησης των δικαιωμάτων μέσα στα οποία εντάσσουν τις κινητοποιήσεις τους και των ορίων, αν υπάρχουν, αυτών των δικαιωμάτων.

Το δικαίωμα στην ελευθερία «του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι», από το οποίο πηγάζει το δικαίωμα για σύσταση και λειτουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων, εντάσσεται αδιαμφισβήτητα στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες που προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις και διεθνή δικαιοδοτικά θεσμικά όργανα. Το ίδιο συμβαίνει και με την απεργία, για την κήρυξη της οποίας υπάρχουν πιο συγκεκριμένες παράμετροι. Μπορεί όμως μια συνδικαλιστική οργάνωση να αποφασίζει οποιαδήποτε μέτρα με μόνο κριτήριο την άσκηση της κατά τη γνώμη της ισχυρότερης και ευρύτερης πίεσης προς την εργοδοτική πλευρά;

Η απάντηση είναι σαφέστατα αρνητική. «Σε μια δημοκρατική κοινωνία» υπάρχουν, κατά τεκμήριο αλλά και σύμφωνα με τις αρχές ερμηνείας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιορισμοί στην άσκηση των συνδικαλιστικών, όπως και όλων των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που εκτείνονται από τον αυτοέλεγχο μέχρι και την κρατική παρέμβαση.

Θεμελιακό σημείο αναφοράς με βάση το οποίο αποκλείεται η ανεξέλεγκτα απόλυτη άσκηση δικαιωμάτων και ελευθεριών αποτελεί το άρθρο 30 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, σύμφωνα με το οποίο, «Καμιά διάταξη της παρούσας Διακήρυξης δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι παρέχει σε ένα κράτος, σε μια ομάδα ή σε ένα άτομο οποιοδήποτε δικαίωμα να επιδίδεται σε ενέργειες ή να εκτελεί πράξεις που αποβλέπουν στην άρνηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που εξαγγέλλονται σε αυτήν».

Το δικαίωμα στην εκπαίδευση συνιστά επίσης ένα από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα με βάση όλες της μέχρι σήμερα διεθνείς συμβάσεις για το σεβασμό και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχουν υιοθετηθεί ως νομοθεσία του κυπριακού κράτους, καθώς και με βάση την ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Το δικαίωμα αυτό όχι μόνο δεν αμφισβητείται σε οποιαδήποτε δημοκρατική χώρα, αλλά αντίθετα αντιμετωπίζεται με αυξημένη ευαισθησία λόγω της τεράστιας σημασίας του για το μέλλον του λαού της κάθε χώρας. Είναι κατά τεκμήριο αυτονόητο ‘ότι στο δικαίωμα αυτό οφείλεται ύψιστη ευαισθησία από τις οργανώσεις των εκπαιδευτικών, αφού ήταν δική τους επιλογή να αφιερώσουν τον εργασιακό τους χρόνο για την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος των νέων μας στην εκπαίδευση.

Σε αυτή τη λογική κινείται επίσης τόσο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (άρθρο 11(2): «…  Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθή εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήμαος, την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων») όσο και ο πλέον πρόσφατος Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 52: «…Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων».

Εξετάζοντας ένα προς ένα τα μέτρα που έχουν εξαγγείλει στις 2/9/2018 οι τρεις εκπαιδευτικές οργανώσεις διαπιστώνεται ότι μερικά από αυτά στρέφονται εναντίον των δικαιωμάτων των μαθητών και μερικά εναντίον των δικαιωμάτων των γονέων (άρθρο 14(3) του Χάρτη της Ε.Ε.). Τα εν λόγω δικαιώματα καταπατούνται κατάφωρα από την εφαρμογή απεργιακών μέτρων.

Με βάση τα όσα έχουν σε πολλή συντομία εκτεθεί πιο πάνω συμβουλεύονται οι εκπαιδευτικές οργανώσεις να επανεξετάσουν τα μέτρα που έχουν εξαγγείλει και να προβούν σε διορθωτικές ενέργειες, μέσα στα πλαίσια ενός αυτοελέγχου που πρέπει εμφανώς να χαρακτηρίζει ανθρώπους που αντιμετωπίζουν με ωριμότητα και σοβαρότητα την σημαντική αποστολή τους. Σε περίπτωση άρνησης ή αμέλειας ή αποτυχίας των εκπαιδευτικών να μεριμνήσουν για τον άμεσο τερματισμό της παραβίασης δικαιωμάτων και ελευθεριών των μαθητών και των γονέων, τον λόγο έχει η πολιτεία για λήψη σχετικών αποτελεσματικών μέτρων.

Σίγουρα το δικαίωμα στην απεργία δεν είναι «ιερό» όπως οι πολιτικοί το χαρακτηρίζουν στα πλαίσια της κομματικής τους φιλοσοφίας και του συμφέροντος που επιδιώκουν σε μια δοσμένη πολιτική συγκυρία. Είναι το ίδιο σεβαστό και προστατευόμενο όπως και όλα τα άλλα δικαιώματα, περιλαμβανομένου του δικαιώματος στην εκπαίδευση.

Με αφορμή την παρούσα συγκυρία θεωρώ χρέος μου να επαναφέρω την ισχυρή άποψη για νομοθετική ρύθμιση του δικαιώματος της απεργίας. Θεμέλιο της προσπάθειας θα είναι, προφανώς, το Άρθρο 27 του Συντάγματος, οι αρχές που Διέπουν το Δικαίωμα Απεργίας του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO Principles Concerning the Right to Strike, in the International Labour Review, Vol. 137 (1998), No. 4), και η διεθνής νομολογία, κυρίως των ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών οργάνων.

4 Σεπτεμβρίου 2018

 

Στέλιος Θεοδούλου

Πρώην Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,

Πρώην Πρόεδρος Παγκύπριου Συνδέσμου

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Leave a Reply