Loading...
ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η Κυπριακή Δημοκρατία «γεννήθηκε» ως ανεξάρτητο κράτος, υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, στις 00:00 ώρες της 16ης Αυγούστου 1960. Την χρονική εκείνη στιγμή είχε τεθεί σε ισχύ το Σύνταγμα ως υπέρτατος νόμος του κυπριακού κράτους και δημιουργήθηκε η νέα συγκεκριμένη έννομη τάξη που είχε εφαρμογή στον χώρο και τα πρόσωπα που βρίσκονταν στα όρια της επικράτειας του.

Η υπογραφή του “πακέτου” συμφωνιών για την μεταβίβαση της εξουσίας από την βρετανική αποικιακή διακυβέρνηση προς την νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία έγινε στις 11.02.1959 στο Λονδίνο από τους εκπροσώπους των δύο κυπριακών κοινοτήτων, οι οποίοι φέρονταν μεν να αντιπροσωπεύουν τον κυπριακό λαό, αλλά δεν ήσαν περιβεβλημένοι με συγκεκριμένη νομικά αποδεκτή υπόσταση, ώστε να δεσμεύουν την Κυπριακή Δημοκρατία, που ήταν τότε ανύπαρκτη για το διεθνές δίκαιο αφού δεν είχε συντελεστεί ακόμα η εγκαθίδρυσή της.

Για “κάλυψη” του κενού και για να προσδοθεί νομική εγκυρότητα και δεσμευτικότητα στις υπογραφές των Κυπρίων ηγετών, περιλήφθηκε στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας το άρθρο 195. Με το άρθρο αυτό προσδόθηκε ex post facto εγκυρότητα στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης από το ίδιο το κυπριακό Σύνταγμα, με αποτέλεσμα να τεθεί σε ισχύ και να είναι δεσμευτική από την ημερομηνία υπογραφής.

Σύμφωνα με το άρθρο 195 του Συντάγματος,

“Παρά τα οριζόμενα εν τω Συντάγματι οι εκλεγέντες ως πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ως πρώτος Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, οίτινες δυνάμει του άρθρου 187 αναγνωρίζονται ως πρώτος Πρόεδρος και ως πρώτος Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, πριν ή εγκατασταθώσιν εις το λειτούργημα αυτών ή μετά την τοιαύτην εγκατάστασιν, ως εν άρθρω 42 ορίζεται, έχουσι και θεωρούνται ότι έσχον, από κοινού, το αποκλειστικόν δικαίωμα και την εξουσίαν να υπογράψωσι και συνομολογήσωσιν εν ονόματι της Δημοκρατίας την συνθήκην εγκαθιδρύσεως της Δημοκρατίας της Κύπρου, μεταξύ της Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Δημοκρατίας της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, …..”.  (Η υπογράμμιση είναι δική μου)

Με βάση την πιο πάνω νομική διαδικασία, την οποία οι Βρετανοί είχαν τότε θεωρήσει ως νόμιμη και συνάδουσα με το διεθνές δίκαιο, το κυπριακό Σύνταγμα πήρε την πρωτεύουσα θέση του, ως ο υπέρτατος νόμος της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας, τόσο σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς και δημόσιου δικαίου, όσο και δυνάμει ρητής διάταξης που είχε περιληφθεί στο άρθρο 179 του Συντάγματος, ενώ η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης ενεργοποιήθηκε δυνάμει ρητής διάταξης του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης αποτελεί μια απλή τετραμερή σύμβαση, η οποία δεσμεύει, κάτω από τις προϋποθέσεις που τίθενται από το διεθνές δίκαιο, το κυπριακό Σύνταγμα και την ίδια τη συνθήκη, τα συμβαλλόμενα μέρη και μόνον.

Στη νομική πραγματικότητα, η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης ήταν και είναι μια διεθνής συμφωνία, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 169 του Συντάγματος[1].  Με άλλα λόγια μια συνθήκη, σύμβαση ή διεθνής συμφωνία, η οποία έχει συντελεστεί και δημοσιευτεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 169, θα πρέπει να έχει αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε νόμου που βρίσκεται σε ισχύ κατά το χρόνο της δημοσίευσης αυτής ή έχει θεσπιστεί μεταγενέστερα, αλλά δεν μπορεί να έχει αυξημένη ισχύ έναντι του υπέρτατου νόμου, δηλαδή του Συντάγματος”.[2]

Με βάση τα νομικά δεδομένα που έχω αναφέρει σε πολλή συντομία, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι εκείνο που έχει προσδώσει νομιμότητα στην Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και όχι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης στο Σύνταγμα. Με βάση τη νομική αυτή πραγματικότητα προκύπτει ότι τα κυπριακά εδάφη που βρίσκονταν πριν τις 16.08.1960 κάτω από την αποικιακή διακυβέρνηση της Βρετανίας δεν παραχωρήθηκαν μονομερώς στο νεοσύστατο κυπριακό κράτος, αλλά επανακτήθηκαν από αυτό δυνάμει διεθνούς συνθήκης.

Αυτό έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία ως υπόβαθρο ερμηνείας της νομικής υπόστασης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κυπριακή Δημοκρατία, δεδομένου ότι η μεν επανάκτηση των εδαφών από την Κυπριακή Δημοκρατία υπήρξε πράξη μη αναστρέψιμη, τα δε συμβαλλόμενα μέρη στην συνθήκη έχουν πρωτογενές δικαίωμα διεκδίκησης τροποποιήσεων σε όποιες πρόνοιες της διαπιστώνεται ότι συγκρούονται με τις αρχές του σύγχρονου διεθνούς δικαίου, ακόμα δε έχουν δικαίωμα για καταγγελία ή μονομερή τερματισμό της αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται από το δίκαιο των συνθηκών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίδιοι οι Βρετανοί είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί σε σχέση με τη νομική υπόσταση των στρατιωτικών τους βάσεων στην Κύπρο, έστω κι αν τις έχουν χαρακτηρίσει ως «κυρίαρχες» για σκοπούς προώθησης της εκμετάλλευσης των εδαφών της Δημοκρατίας, ιδιαίτερα ελλείψει συγκεκριμένης σταθερής νομικής θέσης της κυπριακής πολιτείας.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό της υπόστασης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο, είναι και το ακόλουθο σημείωμα του Φόρεϊν Όφις[3]:

“Οι κυρίαρχες βρετανικές βάσεις, σύμφωνα με τη Συνθήκη, παραμένουν βρετανικό έδαφος και για λόγους διεθνών υποθέσεων θα είναι σαν “αποικίες” αν και εσωτερικά η Δημοκρατία θα εφαρμόζει πολλές από τις κυβερνητικές της αρμοδιότητες. Για πολιτικούς λόγους όμως θα αποφεύγεται η λέξη “αποικία”. Για τους ίδιους λόγους, το υπεύθυνο τμήμα στο Whitehall δεν θα είναι το Γραφείο Αποικιών αλλά το Υπουργείο Αεροπορίας”.

Επισημαίνεται εξάλλου ότι στο άρθρο 1 του APPENDIX A της συνθήκης εγκαθίδρυσης καθορίζεται η εδαφική έκταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αντίστοιχη των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων. Το άρθρο αυτό έχει ως ακολούθως:

” The territory of the Republic of Cyprus shall comprise the island of Cyprus, together with the islands lying off its coast, with the exception of the two areas defined in Annex A to this treaty, which areas shall remain under the sovereignty of the United Kingdom. These areas are in this Treaty and its Annexes referred to as the Akrotiri Sovereign Base Area and the Dhekelia Sovereign Base Area.”

(Η επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας θα περιλαμβάνει την νήσο Κύπρο, μαζί με τις νησίδες που βρίσκονται στις ακτές της, με εξαίρεση τις δυο περιοχές που προσδιορίζονται στο Annex A της συνθήκης, οι οποίες περιοχές θα παραμείνουν κάτω από την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου….)

Το άρθρο αυτό, μαζί με το πανομοιότυπο λεκτικό του Περί Κύπρου Διατάγματος της Βασίλισσας της Αγγλίας του 1960 και τις λοιπές σχετικές αναφορές που βρίσκουμε στο κείμενο της συνθήκης εγκαθίδρυσης συνιστούν το θεμέλιο της νομικής υπόστασης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τα εδάφη των περιοχών που προσδιορίζονται στο Annex A της Συνθήκης θα παραμείνουν κάτω από την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι λέξεις “θα παραμείνουν” συνιστούν νομικό όρο και παραπέμπουν στη νομική διαδικασία διαδοχής της κρατικής εξουσίας πάνω στα εδάφη αυτά. Έτσι, δυνάμει της Συνθήκης, από το σύνολο των εδαφών της νήσου Κύπρου τα οποία αποτελούσαν αποικία και τελούσαν υπό την αποικιακή κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν επιστραφεί στην Κυπριακή Δημοκρατία μόνον τα εδάφη που βρίσκονται εκτός των δύο καθορισμένων περιοχών που προσδιορίζονται στο Annex A και που θα παραμείνουν κάτω από την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου. Πιο συγκεκριμένα, η “μεταβίβαση της κυριαρχίας” από τη Βρετανία στην Κυπριακή Δημοκρατία αφορούσε όλη τη γεωγραφική έκταση της Κύπρου, εκτός από τις δυο καθορισμένες εδαφικές περιοχές των βάσεων.

Είναι λοιπόν, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, βάσιμο το επιχείρημα ότι το καθεστώς που είχε δημιουργήσει το Διάταγμα προσάρτησης (annexation) του εδάφους της Κύπρου από τη Βρετανία συνεχίζεται, με τη Βρετανία να ασκεί (όπως υποστηρίζει η ίδια) κρατική κυριαρχία εκτός των συνόρων της και πάνω στα εδάφη που ανήκουν στην εδαφική επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η προσάρτηση όμως δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμη από το διεθνές δίκαιο, αφού σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών η άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης από τους κατοίκους μιας επικράτειας είναι η μόνη έννομη οδός για τη μεταβίβαση της επικράτειας και τη συνεπακόλουθη άσκηση κρατικής κυριαρχίας.

Σύμφωνα με τους αποδεκτούς σήμερα Κανόνες του διεθνούς δικαίου, στις περιπτώσεις διαδοχής κράτους (γένεσης νέου κράτους από προηγούμενο, με διαφορετική υπόσταση), έχει καταστεί αναγκαία η υιοθέτηση προνοιών οι οποίες θα εμποδίζουν την επιβολή υποχρεώσεων στο νέο κράτος, που πηγάζουν από την προηγούμενη αποικιακή του υπόσταση[4].

Θα πρέπει να τονιστεί ότι, ιδιαίτερα μέσα στα πλαίσια του ψηφίσματος 1514 (XV) του Δεκέμβρη του 1960, όλα τα δικαιώματα που επιβάλλουν “κυριαρχία” ή “κυριότητα” πάνω σε αποικιακό έδαφος έχουν τερματιστεί, στην έκταση που συγκρούονται με το δικαίωμα του λαού που βρισκόταν κάτω από αποικιακή διοίκηση, για αυτοδιάθεση. Κάτω από τη νέα διεθνή τάξη, όλα τα πρώην αποικιακά δικαιώματα, τα οποία πηγάζουν από τους  Κανόνες του απηρχαιωμένου διεθνούς δικαίου, έχουν παύσει να υφίστανται[5].

 

Στέλιος Θεοδούλου

 

[1] Μαυρομμάτης, Α. (1986). “Succession of States in Respect of Treaties and the Practice Followed by Cyprus”. Στο Υπηρεσία Αναθεώρησης και Ενοποίησης της Κυπριακής Νομοθεσίας, Index to the Treaties and Their Status as at the 1st January (σ. xiii). Λευκωσία.

[2] Τορναρίτης, Κρ. (1986). “The Treaty Making Power Especially Under the Law of the Republic of Cyprus “. Στο Υπηρεσία Αναθεώρησης και Ενοποίησης της Κυπριακής Νομοθεσίας, Index to the Treaties and Their Status as at the 1st January (σ. xxxi). Λευκωσία.

 

[3]  Επίσημο έγγραφο του Foreign Office με στοιχεία F.O. 371/152886/Air Ministry, June-July 1960, στο βιβλίο “Η Κύπρος στο Σφυρί”, των Φ. Αργυρού και Α. Παπακωνσταντίνου, έκδοση 1991.

[4]  Report of the International Law Commission on the work of its twenty-sixth session [Yearbook of the International Law Commission, 1974, vol. II (part one)].

[5]  Minquiers and Ecrenos Case, I.C.J. Reports 1953, p.56 – I.C.J. Pleadings, Vol. II p.375 – I.C.J. Reports 1975, p.168. Βλέπε επίσης την απόφαση του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου του 1975 και τα σχόλια για την απόφαση αυτή, στο Annuaire Francais de Droit International, 1975, Paris, Vol. XXI, pp. 1313-1317.

Leave a Reply