Loading...
ΚΡΑΤΟΣ, ΠΟΛΙΤΗΣ, ΔΙΚΑΙΟ

Στοιχεία Συνταγματικού Δικαίου

  1. A. Βασικές Αρχές
  2. Αρχή της διάκρισης των εξουσιών

Σύμφωνα με τη θεωρία που έχει επικρατήσει στην επιστήμη, η κρατική εξουσία εκδηλώνεται,

(α) με τη θέσπιση κανόνων δικαίου,

(β) με την εκτέλεση (εφαρμογή) των κανόνων δικαίου, και

(γ) με την επίλυση των διαφορών που είναι δυνατό να προκύψουν από την εφαρμογή των κανόνων δικαίου.

Οι τρεις αυτές λειτουργίες της άσκησης της κρατικής εξουσίας αποτελούν αντίστοιχα τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική λειτουργία της. Οι λειτουργίες αυτές, αν και συνυπήρχαν σε κάθε κράτος, ήσαν περισσότερο ή λιγότερο διακριτές, ανάλογα με τη μορφή που είχε το πολίτευμα σε μια συγκεκριμένη χώρα.

Την τυπική διάκριση των λειτουργιών της πολιτείας και, κατά συνέπεια, της εξουσίας, είχε υποστηρίξει με αναλυτικό επιστημονικό τρόπο ο Γάλλος φιλόσοφος Μοντεσκιέ, τον 18ο αιώνα, στο βιβλίο του, «περί του πνεύματος των νόμων».

Κατά τον Μοντεσκιέ, η συγκέντρωση όλων των λειτουργιών (εξουσιών) σε ένα πρόσωπο οδηγεί στην αυθαιρεσία. Κατά συνέπεια, για να εξασφαλιστεί η πολιτική ελευθερία του ατόμου πρέπει οι τρεις κρατικές λειτουργίες να ασκούνται από διαφορετικά πρόσωπα, ώστε η μια εξουσία να αναχαιτίζει την άλλη.

Με την υιοθέτηση λοιπόν της διάκρισης και αυτόνομης εκδήλωσης της κάθε μιας από τις τρεις λειτουργίες της κρατικής εξουσίας από την Γαλλική Επανάσταση και, αργότερα, από το πρώτο Σύνταγμα της Γαλλικής Δημοκρατίας, είχε τεθεί το πλαίσιο της συνταγματικής διάρθρωσης της κρατικής εξουσίας σε μια δημοκρατική κοινωνία.

  1. Αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου και της διοίκησης.

Η ισότητα των πολιτών αποτελεί το θεμέλιο της λειτουργίας ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και η αξία της είχε επισημανθεί από την αρχαιότητα.

Επισημαίνεται ότι δεν είναι αρκετό να διασφαλίζεται η ισότητα των πολιτών μόνο μέσα από νομοθετικές διατάξεις. Είναι απαραίτητο να εκφράζεται αυτή η ισότητα και να γίνεται αντιληπτή στην πράξη κατά την άσκηση της ίδιας της διοίκησης σε μια δημοκρατική κοινωνία.

  1. Δημοκρατία – Ενεργός πολίτης

Εδώ και μερικά χρόνια πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι, κυρίως στο χώρο της Ευρώπης, η σύγχρονη αστική δημοκρατία παρουσιάζει σημάδια κρίσης, η οποία αποδίδεται κατά βάση σε κρίση νομιμοποίησης των κρατικών εξουσιών. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος αποδίδει την κρίση αυτή, όχι σε ελλείμματα δημοκρατίας αυτής καθεαυτή, αλλά μάλλον σε παρουσίαση ρηγμάτων στην κοινωνική συνοχή των ανθρώπινων κοινωνιών.

Η έμμεση επιβολή της βούλησης της εξουσίας από τη μια, αλλά και η μείωση των αντιστάσεων στην καταπίεση που παρατηρείται σε κοινωνίες με προβλήματα συνοχής από την άλλη, έχει οδηγήσει, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, στην εμφάνιση ή επίταση ελλειμμάτων δημοκρατίας. Με δεδομένη τη σιωπή των πολιτών η εξέλιξη της δημοκρατίας ως θεωρίας, κυρίως όμως ως πράξης, δεν παρουσιάζεται ευοίωνη.

Ο Ακαδημαϊκός Γεώργιος Βλάχος δίνει το στίγμα, μέσα από την αναζήτηση των θεμελίων της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας: «Η ελευθερία δεν είναι πλέον μια απλή ατομική διεκδίκηση, αλλά βίωμα και τρόπος ζωής για ολόκληρη την κοινότητα. Μετατρέπεται κατ’ ακριβολογία σε παρρησία, υποχρέωση του κάθε πολίτη να έχει ελεύθερο φρόνημα, αλλά και, ταυτόχρονα, διαφάνεια σε όλες τις εκδηλώσεις και τους θεσμούς της κοινότητας». Και προσθέτει ο Μάνεσης: «… καλός πολίτης είναι μόνον ο ελεύθερος πολίτης, ο συνειδητός, ενεργός, και υπεύθυνος πολίτης». Για να συμπληρώσει η διάσημη Γαλλίδα ακαδημαϊκός, Ζιακελίν Ντε Ρομιγύ: «Οι Έλληνες, εραστές πάντοτε της ανεξαρτησίας διακήρυσσαν συνεχώς με υπερηφάνεια την υπακοή στους νόμους. … Το μόνο που ζητούσαν ήταν να διοικείται η πόλη αυτή, από έναν δικό της κανόνα και όχι από έναν άνθρωπο».

  1. Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

Σύμφωνα με τον κορυφαίο προασπιστή της ελευθερίας και αξιοπρέπειας του πολίτη, τον αείμνηστο Αριστόβουλο Μάνεση, η νομιμοποίηση κάθε μορφής εξουσίας, πολύ δε περισσότερο της κρατικής, είναι το απαραίτητα και αναπόφευκτα δεδομένο στοιχείο σε κάθε κρατικά οργανωμένη κοινωνία. Η εξουσίαση, ως συνέπεια της διάκρισης αρχόντων και αρχομένων, συνεπάγεται ενδεχόμενη αμφισβήτησή της. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη σύμπραξης των πολιτών στη διαμόρφωση και την εκδήλωση της κρατικής θέλησης, καθώς και στον έλεγχό της. έναν έλεγχο που σαφώς δεν εξαντλείται σε τυπικές μόνο διαδικασίες ανάδειξης των αρχόντων. Η δημοκρατική αρχή λειτουργεί πραγματικά στο βαθμό που υλοποιείται σε άμεση και ενεργητική συμμετοχή των λαϊκών μαζών στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, δηλαδή αποφάσεων που αφορούν στην άσκηση της εξουσίας.

Είναι, λοιπόν, αναγκαίο η κρατική εξουσία να ασκείται μέσα από κανόνες δικαίου, που σκιαγραφούν την αποδεκτή για τη συγκεκριμένη κοινωνία έννομη τάξη, η οποία θα πρέπει να έχει διαμορφωθεί με την ενεργή συμμετοχή των πολιτών. Έτσι το δίκαιο χρησιμεύει ως μέσο πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα και παράλληλα η πολιτική νομιμοποιείται.

Ο θεσμός αποτελεί διάσταση ιστορική και πρέπει να είναι δεκτικός αξιολόγησης κατά την πραγμάτωσή του. Κατά τον Δ. Τσάτσο, «ο θεσμός από χαρτί γίνεται ζωή. Ο δικαστής, ο βουλευτής, ο πρωθυπουργός, ο πρόεδρος, δεν γίνονται κατανοητοί από την κοινωνία … από την ανάγνωση του Συντάγματος, αλλά από τον τρόπο πραγμάτωσής τους.

Είναι βέβαια αυτονόητο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, πως μόνον η ρητή και αβίαστη συναίνεση λογαριάζεται ως έγκυρη και ισχυρή. Όχι η συναίνεση που τεκμαίρεται από άμορφες «ενδείξεις», αλλά η συναίνεση που αποδεικνύεται με βάση συγκεκριμένες διαδικασίες και θεσμικές εγγυήσεις, ως ελεύθερη, γνήσια και αυθεντική εκδήλωση της θέλησης των πολιτών.

Β. Το Σύνταγμα

Της Κυπριακής Δημοκρατίας

  1. Η «ΓΕΝΝΗΣΗ»

Το 1878, μετά από σχετική συμφωνία και έναντι καταβολής ενοικίου (!), η Τουρκία παραχώρησε την Κύπρο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με το βρετανικό μονομερές Περί Κύπρου (Προσάρτηση) Διάταγμα εν Συμβουλίω της 5.11.1914, η Κύπρος μετατράπηκε σε αποικία του Ηνωμένου Βασιλείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τη Διεθνή Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 η Τουρκία είχε παραιτηθεί από οποιαδήποτε δικαιώματα ή βλέψεις σχετικά με την Κύπρο.

Ως αποτέλεσμα του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων και της διεθνούς τάσης για απόρριψη της αποικιοκρατίας που είχε αρχίσει να διαπλάθεται, η Βρετανία αποδέχτηκε την ιδέα της παραχώρησης ανεξαρτησίας στους Κυπρίους. Αντί όμως να αρχίσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ Κυπρίων και της βρετανικής κυβέρνησης για καθορισμό των όρων τερματισμού της βρετανικής κατοχής του νησιού, άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Στις 11.2.1959, οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας, στην απουσία των Κυπρίων, κατάληξαν στην Ζυρίχη σε “κοινά αποδεκτό” κείμενο συμφωνίας για λύση του κυπριακού.

Οι εκπρόσωποι των Κυπρίων, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος για την Ελληνοκυπριακή κοινότητα και ο Δρ Φαζίλ Κουτσούκ για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, κλήθηκαν στο «Λάνκαστερ Χάους» στο Λονδίνο απλά για να υπογράψουν τις συμφωνίες που είχαν ήδη διαμορφωθεί. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι αίτημα του Αρχιεπισκόπου Μακάριου για ολιγόωρη μελέτη ορισμένων σημείων των συμφωνιών είχε απορριφθεί.

Τα μεσάνυχτα της 15ης προς την 16η Αυγούστου του 1960 η Κύπρος έπαψε να αποτελεί βρετανική αποικία και έγινε ανεξάρτητη Δημοκρατία. Στις 16 Αυγούστου ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης Σερ Χιου Φουτ, σε επίσημη τελετή στη Βουλή των Αντιπροσώπων, παρέδωσε την εξουσία στον πρώτο Πρόεδρο της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄ και στον πρώτο της Αντιπρόεδρο Φαζίλ Κουτσιούκ, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί στα ύπατα αξιώματα του κράτους στις πρώτες προεδρικές εκλογές που είχαν διεξαχθεί στις 13 Δεκεμβρίου 1959.

Στο τελικό κείμενο της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας οι Βρετανοί φρόντισαν να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα σε βάρος της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Δεν παράλειψαν οι Βρετανοί να “βαφτίσουν” τις στρατιωτικές βάσεις που είχαν εξασφαλίσει ως “κυρίαρχες” και να συμπεριφέρονται ανάλογα από το 1960 μέχρι σήμερα έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας και των πολιτών της.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας το ισχύον πολιτειακό σύστημα είναι η Προεδρική Δημοκρατία, με Έλληνα Πρόεδρο και Τούρκο Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας.

Το Σύνταγμα έδινε δικαιώματα βέτο στον Τούρκο αντιπρόεδρο, τον οποίο εξίσωνε με τον Έλληνα πρόεδρο. Στους δέκα υπουργούς, οι τρεις έπρεπε να ήταν Τούρκοι. Στην Βουλή οι Τούρκοι βουλευτές κατείχαν τις 15 από τις 50 έδρες (30%). Εκλέγονταν με ξεχωριστή εκλογική διαδικασία και προβλέπονταν ξεχωριστές πλειοψηφίες για την ψήφιση φορολογικών νομοσχεδίων, την τροποποίηση του εκλογικού νόμου και την ψήφιση νομοσχεδίων για τους ξεχωριστούς δήμους. Η συμμετοχή των Τούρκων στην δημόσια υπηρεσία ήταν 30% και στον στρατό 40%.

Το Σύνταγμα είχε εγκαθιδρύσει ένα «νόθο» κατασκεύασμα που δεν ικανοποιούσε τις προσδοκίες των κατοίκων της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά μόνο εξυπηρετούσε την διαιρετική βρετανική πολιτική. Ο πρώτος Άγγλος ύπατος αρμοστής στην Κύπρο, σερ Άρθουρ Κλαρκ, σε εμπιστευτική έκθεση που υπέβαλε στο υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του το 1964 με αφορμή την αναχώρησή του από το νησί, σχολίασε ως εξής τη λύση που δόθηκε στη Ζυρίχη:

“Η διευθέτηση αυτή δεν ικανοποίησε ούτε τους Ελληνοκυπρίους ούτε τους Τουρκοκυπρίους. Δεν ήταν παρόντες στη Ζυρίχη ούτε κι εμείς. Στη συνέχεια όμως εμείς εξασφαλίσαμε αυτό που χρειαζόμαστε, δηλαδή 99 τετραγωνικά μίλια, που είναι η περιοχή των βάσεων, έναν αριθμό διατηρηθεισών τοποθεσιών και διάφορες άλλες διευκολύνσεις. Οι Ελληνοκύπριοι εγκατέλειψαν το απατηλό όνειρο της ένωσης και οι Τουρκοκύπριοι την ιδέα της διχοτόμησης και την προσάρτηση μέρους της Κύπρου στην Τουρκία. Το “ημιτελές” Σύνταγμα που τελικά εκπονήθηκε για τη Δημοκρατία της Κύπρου, δύσκαμπτο και περιορισμένο σε στενά πλαίσια, από τις αρχές που τόσο βιαστικά συντάχθηκαν στη Ζυρίχη από ανθρώπους που δεν γνώριζαν από πρώτο χέρι το νησί, δεν ικανοποίησε καμιά πλευρά στην Κύπρο”.

Στην ίδια έκθεση ο Κλαρκ ομολογεί τον διαιρετικό χαρακτήρα της αγγλικής πολιτικής στο Κυπριακό από την περίοδο της έναρξης της αποικιοκρατίας μέχρι την ανεξαρτησία, προσδίδοντας σ’ αυτήν κακή πρόθεση:

“Δεν θα προχωρήσω με λεπτομέρεια στο αποικιοκρατικό παρελθόν, δηλαδή την διοικητική συμπεριφορά μας μεταξύ του 1878 και του 1960, διότι η μεταθανάτια εξέταση δεν θα ωφελούσε. Πρέπει όμως να πω ότι οι πρόσφατες ταραχές εδώ πηγάζουν, εν μέρει τουλάχιστον, από την αποτυχία μας στο να συμφιλιώσουμε τις δυο κοινότητες. Πράγματι, η πολιτική της αποικιοκρατικής μας διοίκησης έτεινε σχεδόν πάντοτε προς τη διεύρυνση του διαχωρισμού μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Δυστυχώς οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου διεύρυναν ακόμα περισσότερο τον διαχωρισμό αυτό. Το αποτέλεσμα στην Κύπρο από το 1960 και μετά ήταν μια σταθερή σειρά από διενέξεις και διαφωνίες, που τελικά κατέληξαν σε αδιέξοδο”.

  1. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

α. Δικαιώματα

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ρυθμίζει με ρητό και αδιαμφισβήτητο τρόπο την υιοθέτηση και εφαρμογή της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών της εξουσίας, που εδράζεται στην ανάγκη του δημοκρατικού πολιτεύματος για διασφάλιση και περιφρούρηση της ισοτιμίας και ισονομίας των πολιτών, μέσα από την αυτονομία και αυτοτέλεια της άσκησης της αρμοδιότητας κάθε μιας από τις λειτουργίες της πολιτειακής εξουσίας, νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής.

Στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, στα Άρθρα 6 μέχρι 35, περιέχεται ένας ικανοποιητικά πλήρης κατάλογος ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των Κυπρίων ήταν και είναι ικανοποιητική και συμπληρώνεται αποτελεσματικά από μεγάλο αριθμό διεθνών συμβάσεων που έχουν υπογραφεί και κυρωθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία. Η προστασία αυτή, θεωρητική, πρακτική και λειτουργική, ενισχύεται σημαντικά μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την εφαρμογή στο έδαφος της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης.

β. Εκτελεστική Εξουσία

Η εκτελεστική εξουσία ασκείται στην Κυπριακή Δημοκρατία από τα Υπουργικό Συμβούλιο (άρθρο 46 και 54) στο οποίο έχει ανατεθεί το «κατάλοιπο εξουσίας». Ο Πρόεδρος (και ο Αντιπρόεδρος) της Δημοκρατίας, του οποίου η θητεία είναι πενταετής, έχει περιορισμένη εκτελεστική εξουσία, που καθορίζεται ρητά και περιοριστικά στα άρθρα 47, 48 και 49 του Συντάγματος.

Η ρύθμιση αυτή είναι πρωτοφανής, αφού δεν επιτρέπει στο πρόσωπο που εκλέγεται στο ύπατο αξίωμα από το σύνολο του λαού να ασκεί ουσιαστικές εκτελεστικές εξουσίες, δημιουργώντας προβλήματα στον σχεδιασμό και την άσκηση πολιτικής.

Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος, χωριστά ή από κοινού, έχουν δικαίωμα αναπομπής του συνόλου ή μέρους οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης της Βουλής, μέσα σε δεκαπέντε μέρες από τη λήψη τους στο γραφείο του, για επανεξέταση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η Βουλή αποφασίζει μέσα σε προθεσμία 15 ημερών ή, σε περίπτωση αναπομπής του προϋπολογισμού (που πρέπει να αφορά στο σύνολό του), μέσα σε προθεσμία 30 ημερών. Αν η Βουλή εμμένει στην απόφασή της, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος υπέχουν υποχρέωση για δημοσίευσή του (άρθρα 51 και 52).

Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από το Υπουργικό Συμβούλιο και περιλαμβάνει (άρθρο 54):

  1. Την γενική διεύθυνση και τον έλεγχο της διακυβέρνησης της Δημοκρατίας και την διεύθυνση της γενικής πολιτικής.
  2. Τις εξωτερικές υποθέσεις.
  3. Την άμυνα και την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
  4. Τον συντονισμό και την εποπτεία όλων των δημόσιων υπηρεσιών.
  5. Την εποπτεία και την διάθεση της περιουσίας που ανήκει στην Δημοκρατία.
  6. Την επεξεργασία και κατάθεση νομοσχεδίων ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων.
  7. Την έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών διαταγμάτων, δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης.
  8. Την επεξεργασία του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας, πριν την κατάθεσή του ενώπιον της Βουλής.

Κάθε Υπουργός προίσταται του Υπουργείου του και έχει εξουσία (άρθρο 58) για-

  1. Εφαρμογή των νόμων που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου του και την διοίκηση των υποθέσεων και ζητημάτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες αυτές,
  2. Την σύνταξη διαταγμάτων ή κανονισμών ή προτάσεων για υποβολή στο Υπουργικό Συμβούλιο,
  3. Την έκδοση οδηγιών για εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου ο οποίος αφορά στο Υπουργείο του,
  4. Την ετοιμασία του μέρους του προϋπολογισμού που αφορά στο Υπουργείο του.

γ. Νομοθετική εξουσία

Την Βουλή των Αντιπροσώπων απαρτίζουν κατά το Σύνταγμα 56 Ελληνοκύπριοι (70%) και 24 Τουρκοκύπριοι (30%) βουλευτές, οι οποίοι εκλέγονται από την Ελληνοκυπριακή και την Τουρκοκυπριακή κοινότητα αντίστοιχα, για πενταετή θητεία (ο αρχικός αριθμός των 50 βουλευτών έχει αυξηθεί με νόμο σε 80). Η Βουλή διαλύεται μόνο με δική της απόφαση, στις περιπτώσεις που ορίζει το Σύνταγμα (άρθρο 67).

Η ιδιότητα του Βουλευτή είναι ασυμβίβαστη με το αξίωμα του Υπουργού ή του μέλους της Κοινοτικής Συνέλευσης ή του Δημάρχου ή του μέλους Δημοτικού Συμβουλίου, ενώ είναι επίσης ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους των ενόπλων δυνάμεων ή των σωμάτων ασφαλείας της Δημοκρατίας ή του κατέχοντος οποιοδήποτε δημόσιο ή δημοτικό αξίωμα ή θέση (άρθρο 70).

Οι συνεδριάσεις της Βουλής είναι δημόσιες και τα πρακτικά τους δημοσιεύονται (άρθρο 75), ενώ νόμοι και αποφάσεις ψηφίζονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων Βουλευτών (άρθρο 78).

Νομοσχέδια υποβάλλονται προς την Βουλή από τους Υπουργούς, ενώ Προτάσεις Νόμων από τους Βουλευτές. Δεν επιτρέπεται να υποβληθεί Πρόταση Νόμου από Βουλευτή, η οποία να συνεπάγεται αύξηση των εξόδων που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό (άρθρο 80).

Η Βουλή ψηφίζει νόμους οι οποίοι τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αφού υπογραφούν από τον Πρόεδρο (και τον Αντιπρόεδρο) της Δημοκρατίας. Ψηφίζει επίσης τους προϋπολογισμούς του κράτους (άρθρο 82). Η Βουλή ασκεί επίσης κοινοβουλευτικό έλεγχο στην εκτελεστική εξουσία.

Η ανεξαρτησία του Βουλευτή διασφαλίζεται με τις ακόλουθες διατάξεις του άρθρου 83 του Συντάγματος:

  1. Δεν υπόκειται σε ποινική δίωξη και δεν υπέχει αστική ευθύνη για οποιαδήποτε γνώμη έχει εκφράσει ή οποιαδήποτε ψήφο έχει δώσει μέσα στην Βουλή.
  2. Δεν μπορεί να διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακιστεί χωρίς άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για όσο χρόνο εξακολουθεί να είναι Βουλευτής, εκτός αν πρόκειται για αδίκημα που επισύρει ποινή ισόβιας φυλάκισης ή φυλάκισης πέντε χρόνων και άνω και ο Βουλευτής έχει καταληφθεί επ’ αυτοφόρω. Σε τέτοια περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο πληροφορείται από την αρμόδια αρχή και αποφασίζει για την παροχή ή μη άδειας για συνέχιση της δίωξης ή της κράτησης.

δ. Δικαστική εξουσία

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 33/64 και λόγω της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα της τουρκοκυπριακής ανταρσίας, οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου που προνοούνται στα άρθρα 133 – 151 του Συντάγματος έχουν περιέλθει στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ασκώντας τις εξουσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται των ακόλουθων θεμάτων:

  • Επιλαμβάνεται αναφορών του Προέδρου (και/ή του Αντιπροέδρου) της Δημοκρατίας, αναφορικά με τη συνταγματικότητα νόμου ή απόφασης της Βουλής (προληπτικός έλεγχος συνταγματικότητας – άρθρο 140).
  • Αποφασίζει πάνω σε κάθε εκλογική ένσταση (άρθρο 145).
  • Αποφασίζει πάνω σε κάθε προσφυγή εναντίον απόφασης, πράξης ή παράλειψης οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, εξετάζοντας κατά πόσο αυτή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα ή τον νόμο ή έγινε καθ’ υπέρβαση εξουσίας (κατασταλτικός έλεγχος συνταγματικότητας – άρθρο 146).
  • Αποφαίνεται μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφορικά με την ύπαρξη μόνιμης ή προσωρινής ανικανότητας ή μη προσωρινής απουσίας του Προέδρου (ή του Αντιπροέδρου) της Δημοκρατίας, η οποία κωλύει την ενεργή εκπλήρωση των καθηκόντων του (άρθρο 147).
  • Επιλύει οποιαδήποτε αντίφαση ανάμεσα στα δυο κείμενα (Ελληνικό και Τουρκικό) του Συντάγματος (άρθρο 149α).
  • Ερμηνεύει το Σύνταγμα, σε περίπτωση ασάφειας (άρθρο 149β).

Κάθε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την ενάσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,  πάνω σε οποιοδήποτε θέμα, δεσμεύει οποιοδήποτε δικαστήριο, όργανο, αρχή ή πρόσωπο στην Δημοκρατία.

Εξαιρουμένων των ζητημάτων για την εκδίκαση των οποίων το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία, η δικαστική εξουσία ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο και τα δικαστήρια που έχουν καθιδρυθεί με νόμο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι το ανώτατο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της Δημοκρατίας και έχει δικαιοδοσία να αποφασίζει αναφορικά με κάθε έφεση εναντίον απόφασης οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτελούν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο έχει αρμοδιότητα να διορίζει, προάγει, μεταθέτει, τερματίζει τις υπηρεσίες ή απολύει τους δικαστές, πάνω στους οποίους έχει και πειθαρχική εξουσία.

  1. ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

Οι διακοινοτικές ταραχές του 1963 που επέφεραν χάσμα και διαχωρισμό μέσα και από την αντισυνταγματική συμπεριφορά και δράση από πλευράς της Τουρκοκυπριακής κοινότητας δεν εξαφάνισαν τη νομική υπόσταση του Κράτους που κατόρθωσε να διασωθεί και να λειτουργήσει κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης, γιατί το υπέρτατο αγαθό ήταν η σωτηρία του λαού και του τόπου και η συνέχιση της λειτουργίας του κράτους.

Ο όρος «δίκαιο της ανάγκης» υποδηλώνει αυτό ακριβώς που γίνεται άμεσα αντιληπτό από την γραμματική ερμηνεία των λέξεων που τον συνθέτουν. Πρόκειται λοιπόν για «δίκαιο», δηλαδή κανόνα δικαίου ο οποίος διαμορφώνεται και εφαρμόζεται χωρίς να προνοείται εκ των προτέρων από το Σύνταγμα ή την νομοθεσία, με σκοπό την αντιμετώπιση «ανάγκης» που έχει προκύψει από ασυνήθιστη εξέλιξη γεγονότων.

Υιοθέτηση της εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης έγινε για πρώτη φορά από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Attorney General v. Mustafa Ibrahim (1964) C.L.R. 195 και αναπτύχθηκε σε σωρεία νομολογίας που ακολούθησε. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας εμφανιζόταν με την νέα του μορφή μετά την «συγχώνευση» του με το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο λόγω της αποχώρησης των Τουρκοκύπριων από τις πολιτειακές θέσεις που κατείχαν δυνάμει του Συντάγματος. Αντιμετωπίζοντας την πρόκληση και ελλείψει σχετικής νομολογίας το δικαστήριο είχε ανατρέξει στον τρόπο που είχαν αντιμετωπιστεί παρόμοιες έκτακτες καταστάσεις σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα.

Μέσα από την συνεχή διαμόρφωση της έννομης τάξης με τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου έχει θεμελιωθεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μοναδικό παγκόσμια, μέσα στο οποίο είναι δυνατό να κινείται οποιαδήποτε προσπάθεια για νομοθετική ρύθμιση ζητημάτων που εγείρονται και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με την εφαρμογή των προνοιών του κυπριακού Συντάγματος. Η νομολογία έχει επίσης καθορίσει και κριτήρια με βάση τα οποία κρίνεται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για αιτιολόγηση μιας νομοθετικής ρύθμισης στα πλαίσια επίκλησης του δικαίου της ανάγκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά, είναι:

  • Η ύπαρξη επιτακτικής και αναπόφευκτης ανάγκης ή «εξαιρετικών περιστάσεων».
  • Η αντικειμενική αδυναμία εφαρμογής άλλης θεραπείας.
  • Αναλογικότητα του μέτρου που λαμβάνεται προς την ανάγκη που έχει προκύψει.
  • Προσωρινότητα του μέτρου που θα ληφθεί και χρονικός περιορισμός του στα όρια της συνέχισης της επιτακτικής και αναπόφευκτης ανάγκης ή των «εξαιρετικών περιστάσεων».

Χαρακτηριστικό και πρώτο παράδειγμα μέτρου που είχε ληφθεί κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης ήταν η συγχώνευση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου με το Ανώτατο Δικαστήριο με τον Νόμο αριθμός 33 του 1964. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποτελείτο από ένα Ελληνοκύπριο, ένα Τουρκοκύπριο και ένα ουδέτερο δικαστή, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο αποτελείτο από δυο Ελληνοκύπριους, ένα Τουρκοκύπριο και ένα ουδέτερο δικαστή.  Μετά λοιπόν την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων και των ουδέτερων δικαστών τα ανώτερα δικαστήρια δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μη δεόντως συγκροτημένα και έτσι ενώθηκαν τα δύο ανώτατα δικαστήρια και ιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο με πενταμελή σύνθεση, με τρεις Ελληνοκύπριους και δυο Τουρκοκύπριου δικαστές.

Ο πρώτο Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου ήταν ο Τουρκοκύπριος Μεχμέτ Ζεκκιά.  Σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο είναι 13μελές.  Το Ανώτατο Δικαστήριο με την σημερινή του μορφή ιδρύθηκε και εξακολουθεί να λειτουργεί δυνάμει του δικαίου της ανάγκης, το οποίο έχει αποτελέσει το νομικό υπόβαθρο αντιμετώπισης εξαιρετικών περιστάσεων και σε άλλες χώρες.

Σύμφωνα με το άρθρο 182 του Συντάγματος υπάρχουν δύο ειδών άρθρα:

  • Τα θεμελιώδη άρθρα, που είναι τα προερχόμενα από την Συμφωνία της Ζυρίχης και
  • Τα μη θεμελιώδη άρθρα που προέρχονται από την νομοθετική επεξεργασία της Συνταγματικής Επιτροπής.

Η διαφορά τους είναι ότι τα θεμελιώδη άρθρα σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν μπορούν να τροποποιηθούν ποτέ, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ενώ τα μη θεμελιώδη άρθρα μπορούν να τροποποιηθούν με την πλειοψηφία των 2/3 των ελληνοκυπρίων βουλευτών μόνο, αφού οι Τουρκοκύπριοι δεν μετέχουν στην Βουλή.  Αυτή η διάκριση είναι πολύ σημαντική αφού δεν μπορεί να γίνει επίκληση του δικαίου της ανάγκης για την τροποποίηση θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος. Μπορεί βέβαια να γίνει επίκληση του δικαίου της ανάγκης για σκοπούς παράκαμψης θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος, όταν η εφαρμογή τους έχει καταστεί ανέφικτη και παρεμποδίζεται η ομαλή λειτουργία της πολιτείας. Δηλαδή, η βουλή μπορεί να ενεργεί ως αναθεωρητική με πλειοψηφία μόνο των Ελληνοκύπριων βουλευτών δυνάμει του δικαίου της ανάγκης σχετικά με μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος.

Στην πραγματικότητα, μετά την ηθελημένη αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τις θέσεις που συνταγματικά κατείχαν στην Κυπριακή πολιτεία, το δίκαιο της ανάγκης έχει αποτελέσει το υπόβαθρο αντιμετώπισης των αδιεξόδων και της αδυναμίας λειτουργίας του κράτους κατά τις επιταγές του Συντάγματος σε όλους τους τομείς της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας.

  1. ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Μετά της ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται ραγδαία διαμόρφωση του Συντάγματος, βασισμένη στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Οι αλλαγές, τόσο στο κείμενο όσο και στην φιλοσοφική βάση του Συντάγματος, έχουν ήδη αρχίσει μέσα από αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το δικαστήριο εξετάζει την συμμόρφωση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους μέλους προς τις υποχρεώσεις της δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αδιαφορεί για συνταγματικές ρυθμίσεις, σε περίπτωση που αυτές εισάγουν παραβίαση άρθρου της σύμβασης.

Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή έννομη τάξη δεν επιτρέπει και δεν θα μπορούσε να επιτρέψει την εφαρμογή των προνοιών του κυπριακού Συντάγματος που επιβάλλουν ρατσιστικές ρυθμίσεις ή αντιμετωπίζουν τους Κύπριους πολίτες όχι ως άτομα, αλλά ως μέλη της μιας ή της άλλης κοινότητας.

Και αν ακόμα θεωρηθεί ότι η έννομη τάξη που επικρατούσε το 1960 μπορούσε να επιτρέψει εφαρμογή των ρατσιστικών και διαχωριστικών διατάξεων του κυπριακού Συντάγματος, η ραγδαία εξέλιξη του δικαίου, ιδιαίτερα στον Ευρωπαϊκό χώρο, έχει διαμορφώσει και συνεχίζει να διαμορφώνει το νέο πλαίσιο δημοκρατίας και δικαίου, το οποίο αναπόφευκτα θα πρέπει να υιοθετηθεί και εφαρμοστεί και στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Στέλιος Θεοδούλου

Πρώην Εισαγγελέας της Δημοκρατίας

Leave a Reply